30.6.11

Πέτρος και Νίκη, ep. 4


Αλληλογραφία

Ήταν τα δέκατα όγδοα γεννέθλια του Πέτρου, όταν έλαβε γράμμα απ'τη Μελβούρνη της Αυστραλίας, με αποστολέα ένα γνωστό για εκείνον όνομα, τη Νίκη. Ήταν πρωί, οι κουρτίνες του δωμάτιου δεν μπορούσαν να συγκρατίσουν τις ακτίνες του ήλιου που εισέβαλαν βιαία και η μέρα φάνταζε ιδανική. Ήταν απ'τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Ο Πέτρος ξύπνησε ευδιάθετος και στην τραπεζαρία βρήκε το γράμμα. Έμεινε να το χαζεύει, μη πιστεύοντας ότι του έγραψε η Νίκη και ανέβηκε γρήγορα στο δωμάτιο του να το διαβάσει, με την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ήταν ακόμα περισσότερο μπερδεμένος σε σχέση με πριν. Το ανοίγει βιαστικά και αρχίζει να διαβάζει.
"Γειά σου Πέτρο, τι κάνεις? Πώς τα περνάς?
Βασικά, χρόνια σου πολλά, έγινες δεκαοχτώ πια. Μεγάλωσες. Ήταν ένας φίλος μου, μικρό παιδί τότε όπως κι εγώ, με μπούκλες κι ένα χαμόγελο που με έκανε να τρέμω. Να τρέμω, με την καλή έννοια. Αναρωτιέμαι πώς είναι αυτό το μικρό παιδί τώρα... Μεγάλωσα κι εγώ βλέπεις και προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήμουν τότε, πριν από εννέα χρόνια. Έχω αλλάξει πολύ, δεν ξέρω πόσο άλλαξες κι εσύ αλλά είμαι σίγουρη ότι εκείνο το χαμόγελο δεν έχει αλλάξει...
Θα αναρωτιέσαι πώς και σου γράφω. Ε, κοίτα... Το καλοκαίρι που πέρασε έκανα διάφορες σκέψεις, σκεφτόμουν το σπίτι μου στην Πλάκα, σκεφτόμουν τους φίλους μου που παίζαμε, θυμήθηκα κι εσένα. Εσυ... με σκέφηκες ποτέ σου? Πες μου σε παρακαλώ την αλήθεια. Αν θύμωσες που έφυγα, θα το καταλάβω, αλλά κοίτα, είχα στεναχωρηθεί τόσο που θα έφευγα και φοβόμουν να στο πω. Δεν ήξερα πως. Ενιγούει.
Αλήθεια, εσύ τι κάνεις? Φαντάζομαι τελείωσες και θα πέρασες σε κάποια σχολή. Θα παραμείνεις Αθήνα ή θα φύγεις για άλλη πόλη? Εγώ έχω έναν χρόνο ακόμη εδώ, πάω σε ένα λύκειο εδώ, στη Μελβούρνη. Μετά δεν ξέρω. Σκεφτόμουν να επιστρέψω Ελλάδα για σπουδές, μιας και μου λείπει, ίσως και να φύγω για Αμερική, αν καταφέρω να πάρω υποτροφία. Είναι δύσκολο το σχολείο εδώ και ο ανταγωνισμός μεγάλος. Πάντως το πρώτο πράγμα που θέλω, είναι να επιστρέψω. Αλλά δεν ξέρω. Θα με θυμούνται? Θα με θυμάσαι? Θα με αναγνωρίσεις?
Γράψε μου άμα θες. Πες μου τα νέα σου.
Σε φιλώ, Νίκη"
Σε φιλώ, Νίκη. Ο Πέτρος ένοιωσε το σώμα του να ανατριχιάζει και ήταν έτοιμος να κλάψει. Ένοιωσε έκπληξη, αμηχανία και ενθουσιασμό μαζί. Δεν ήξερε τι να κάνει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να της απαντήσει, αλλά το άφησε. Είχε μπερδευτεί και ήθελε απαντήσεις, τις απαντήσεις όμως θα τις βρει μόνος του, μέσα απ'την αλληλογραφία με τη Νίκη. Βγήκε απ'το δωμάτιο και βρήκε τη μαμά του στη κουζίνα.
- Μαμά! Μαμά!
- Τι έγινε παιδί μου? Με τρομάζεις.
- Χαχα, όχι μαμά. Ε, κοίτα, θέλω να σε ρωτήσω. Είχες νέα απ'τη Νίκη και τους γονείς της?
Η μαμά του είδε το γράμμα που κράταγε στα χέρια του και του χαμογέλασε.
- Είχαν έρθει το καλοκαίρι οι γονείς της Νίκης και τους συναντήσαμε τυχαία ένα απόγευμα Κυριακής που πήγαινα με τον μπαμπά σου για καφέ. Λέγαμε τα νέα μας, μάθαμε ότι λείπεις στη Νίκη και τους δώσαμε σε ένα χαρτί τη διεύθυνση του σπιτιού, για να σου γράψει.
Το πρόσωπο του Πέτρου έγινε πιό φωτεινό από ποτέ και χαμογέλασε. Ενθουσιασμός μήπως? Δεν ήξερε αλλά δεν τον ένοιαζε. Τον ένοιαζε μόνο η στιγμή. Η στιγμή που κρυφά περίμενε εδώ και πολύ καιρό. Βασικά περίμενε τη στιγμή που θα ξαναδεί τη Νίκη, αλλά του έφτανε το γράμμα, ξέροντας ότι κάποια στιγμή θα την ξαναδεί κι αυτή τη φορά ήταν σίγουρος. Όμως είχε απορίες.
- Γιατί να μου γράψει τώρα? Δεν μπορούσε να μου γράψει νωρίτερα?
- Δεν ξέρω παιδί μου. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι πέρασε ένα ταραγμένο καλοκαίρι, όπως κι εσύ. Ίσως τώρα ένοιωσε την ανάγκη να σου γράψει...
Το επόμενο πρωί της έγραψε.
"Νίκη, γεια σου. Πήρα το γράμμα σου και εεεε, χάρηκα πολύ. Δεν περίμενα να μου γράψεις, αλλά χάρηκα. Σ'ευχαριστώ και για τις ευχές. 
Ναι, μεγάλωσα. Εγώ θυμάμαι μια μικρή κοπέλα με ξανθά μαλλιά πιασμένα σε πλεξούδα, μπλε μάτια και φακίδες. Κι εγώ αναρωτιέμαι τι να έγινε αυτό το μικρό κοριτσάκι. Ναι, άλλαξα αρκετά. Εσύ? Έφυγες και δεν είχα νέα σου για πολύ καιρό... Θύμωσα, ναι, αλλά τι να κάνω κι εγώ? Δεν ξέρω αν θυμάσαι τον κυρ-Θωμά, που σου είχα γνωρίσει μια μέρα που πήγαμε στο πάρκο. Μου έμαθε πολλά, μου έμαθε να προχωρώ στη ζωή, με ή χωρίς εσένα. Έχει πεθάνει αλλά πρόλαβε να μου μάθει αρκετά. Τα υπόλοιπα τα βρίσκω. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν τα κατάφερνα... Μου έλειψες. Όμως κάποια στιγμή όλα έφτιαξαν, γνώρισα κάτι παιδιά, κάτι κοπέλες και κομπλέ.
Ναι, πέρασα εκεί που ήθελα. Πολυτεχνείο, εδώ στην Αθήνα. Οι γονείς μου έχουν τρελαθεί απ'τη χαρά τους. Θέλουν να μου κάνουν δώρο τα μαθήματα για δίπλωμα οδήγησης αλλά εγώ δε θέλω. Που να κυκλοφορώ με το αυτοκίνητο εδώ Αθήνα? Άσε...
Θα επιστρέψεις Αθήνα? Να επιστρέψεις. Έχω αγωνία να σε δω. Δεν ξέρω πώς είσαι τώρα και θα με φάει η περιέργεια. Και, εεεε, θα ήθελα να ξαναγίνουμε όπως παλιά. Θα σε πάω και σε κάτι καινούρια εμπορικά που φτιάξανε εδώ πέρα. Θα σου αρέσουν. Αλήθεια, εκεί που βγαίνεις? Εγώ δε βγαίνω σε τέτοια, προτιμώ τα πάρκα και τις πλατείες, να αράζω με τους φίλους μου. Για σένα όμως μπορώ να κάνω μια εξαίρεση. Νομίζω θα σε θυμηθώ αν σε δώ. Μη λες βλακείες. Έλα και βλέπουμε...
Φιλιά, Πέτρος. Να προσέχεις."
Τελείωσε το γράψιμο και κατευθύνθηκε όσο γρηγορότερα μπορούσε για το ταχυδρομείο. Έριξε το γράμμα στο μεγάλο κίτρινο κουτί και επέστρεψε χαρούμενος, νοιώθοντας ότι ένα βάρος του έφυγε. Ένοιωθε ότι το καλό δε θα αργήσει να έρθει και χαιρόταν με αυτό. Πήγε στο πάρκο, το πάρκο της Πλάκας, το πάρκο που συνήθιζε να κάθεται μόνος του, παρέα με το πνεύμα του κυρ-Θωμά, που ήταν πάντοτε εκεί, να του ψυθιρίζει φωτεινά παραδείγματα στο μυαλό του. Κάθισε με τις ώρες και προσπαθούσε να βάλει ό,τι τον απασχολεί σε σειρά. Ευχόταν να του απαντήσει γρήγορα η Νίκη. Κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό και χαμογέλασε. Νόμιζε ότι τα άστρα του χαμογελούσαν κι εκείνα.
Μερικές μέρες μετά, η Νίκη πήρε το γράμμα του Πέτρου. Κλειδώθηκε στο δωμάτιο και άρχισε να το διαβάζει με ηρεμία. Διαβάζει, "χάρηκα πολύ" λέει στο γράμμα και χαμογέλασε. Είχε καιρό να χαμογελάσει έτσι. "Εγώ θυμάμαι μια μικρή κοπέλα με ξανθά μαλλιά πιασμένα σε πλεξούδα, μπλε μάτια και φακίδες. Κι εγώ αναρωτιέμαι τι να έγινε αυτό το μικρό κοριτσάκι", συνεχίζει και αρχίζει να δακρύζει από χαρά. Αλλά έμεινε να αναρωτιέται αν όντως χαίρεται ή αν το παρελθόν την επηρεάζει. Μπα, μάλλον χαρά είναι, σκέφτεται. Συνεχίζει και αναρωτιέται αν ο Πέτρος με το δίκιο του θύμωσε ή ήταν εκείνος ο παιδικός θυμός, που τον ξεχνάς γρήγορα. "Να προσέχεις", λέει το γράμμα και η Νίκη ανατριχίασε. Δεν της έχει ξαναπεί κανείς αυτά τα λόγια. Τελείωσε το γράμμα και αναρωτιέται πώς να είναι η ζωή του Πέτρου, ειδικά μετά αφού διάβασε στο γράμμα ότι γνώρισε κάτι παιδιά και κάτι κοπέλες. Ζήλευε? Δεν ήξερε την απάντηση. Σίγουρα όμως θέλει να τον ξαναδει και να είναι ελεύθερος, όπως τότε που κάνανε παρέα και ήταν και οι δυο ελεύθεροι...
Για μερικές μέρες, η Νίκη δεν ένοιωθε καλά. Ένοιωθε να την στοιχειώνει το παρελθόν της, το αθώο παρελθόν της, με την καλή έννοια. Σκεφτόταν τη μέρα της επιστροφής της αλλά δεν εξαρτάται από εκείνη. Θα ήταν άμεσα? Μπα όχι, μάλλον θα είναι το καλοκαίρι, που θα τελειώσει και το σχολείο, τώρα θέλει να επικεντρωθεί στο διάβασμα. Στην τελευταία της χρονιά, ήταν μια μαθήτρια που συμπαθούσαν όλοι και την συμβούλευαν να προσπαθήσει να κερδίσει υποτροφία για κάποιο πανεπιστήμιο της Αμερικής, εκείνη όμως, όσο περισσότερο την "πίεζαν", άλλο τόσο προτιμούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να σπουδάσει εκεί. Η καθημερινότητά της ήταν το σχολείο. Και άργησε να ξαναστείλει γράμμα στον Πέτρο. Του έστειλε την Πρωτοχρονιά.
Ο Πέτρος άρχισε να ανησυχεί που πέρασαν σχεδόν τέσσερις μήνες χωρίς να του γράψει η Νίκη. Εν τω μεταξύ, σαν φοιτητής πια, πήγαινε στη σχολή με το μετρό, γνώριζε νέα άτομα, περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας ανάμεσα σε αίθουσες, καφετέριες και μπυραριές. Γνώριζε κοπέλες απ'τη σχολή του που του φαινόταν θετικές για κάτι, αλλά εκείνος δεν τολμούσε να κάνει βήμα. Περίμενε κάτι. Περίμενε γράμμα απ'τη Νίκη. Στη σχολή, γνώρισε ένα παιδί, τον Άγγελο και γρήγορα γίνανε φίλοι. Έλεγαν ιστορίες απ΄τη ζωή τους, του είπε ότι φοβάται να κάνει σχέση γιατί περιμένει μια άλλη κοπέλα, εννοώντας φυσικά τη Νίκη. Οι μέρες περνούσαν ανησυχητικά και ο Πέτρος δεν άντεχε. Σε ένα πάρτυ γνώρισε την Φανή και πριν το καταλάβουν, κατέληξαν μαζί, αλλά δε θα το έλεγες και σχέση. Ήταν απλά δυο παιδιά που ήθελαν να περνάνε καλά.
Η παραμονή της πρωτοχρονιάς έφτασε και ετοιμαζόταν για το ρεβεγιόν που θα έκαναν στο σπίτι τους. Ήταν το πρώτο ρεβεγιόν που κάνουν, αφότου πέθανε η γιαγιά. Θα ερχόταν και η Φανή. Επικρατούσε ηρεμία και όλα έδειχναν πως θα είχαν ένα όμορφο βράδυ, ώσπου ο Πέτρος βγήκε να κάνει μια βόλτα, να ξεσκάσει, μιας και όλα ήταν σχεδόν έτοιμα μέσα. Μόλις είχε νυχτώσει, η ώρα ήταν δηλαδή κάπου πέντε το απόγευμα και το μάτι του πέφτει στο γραμματοκιβώτιο, όπου ένα γράμμα προεξέχει και το τραβάει. Δεν πιστεύει στα μάτια του. Η Νίκη. Το πήρε και πήγε βιαστικά στο πάρκο, για να το διαβάσει εκεί.
"Γειά σου Πέτρο. Συγγνώμη που άργησα να σου γράψω, αλλά είχα μπλέξει με το σχολείο. Είναι η τελευταία χρονιά μου βλέπεις και το πρόγραμμά μου είναι βαρύ. Αλήθεα συγνώμη. 
Εδώ είναι καλοκαίρι βλέπεις και περνάμε τη μέρα μας στη θάλασσα. Έχει πλάκα. Θυμάμαι τα χριστούγεννα στην Αθήνα που είχε κρύο και καμιά φορά χιόνιζε. Αχ πόσο μου λείπει...
Το καλοκαίρι θα έρθω Αθήνα. Ελπίζω να είσαι κι εσύ.
Τελοσπάντων, σου εύχομαι καλή χρονιά. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο για σένα. Μακάρι να σου έκανα κι ένα δώρο, όπως τότε, μια χρονιά που σου έκανα δώρο μια γυάλινη μπάλα με χιόνι. Θυμάσαι? Είχες ενθουσιαστεί και για περίεργο λόγο θυμήθηκα την εικόνα εκείνη. Εσύ να ενθουσιάζεσαι κι εγώ να σου χαμογελώ σαν το χαζό.
Σε φιλώ, Νίκη. Να προσέχεις κι εσύ"
Στο γράμμα, υπήρχε και μια φωτογραφία, η φωτογραφία της Νίκης, στην ηλικία που είναι τώρα, με υστερογράφο "σου στέλνω και μια φωτογραφία μου για να έχεις μια εικόνα..."
Ο Πέτρος, τελειώνοντας το γράμμα, ταράχτηκε. Ήθελε να τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά, όχι μόνο επειδή άργησε να του απαντήσει η Νίκη, αλλά κι επειδή είναι με τη Φανή τώρα και προφανώς δεν το θέλει. Θέλει να περιμένει τη Νίκη, το καλοκαίρι που θα έρθει. Έμεινε να χαζεύει τη φωτογραφία και το μυαλό του ταξίδευε. Έβλεπε σε ένα άχαρο φωτογραφικό χαρτί την εικόνα της, την εικόνα μιας πανέμορφης ξανθιάς κοπέλας με μπλε μάτια. Οι φακίδες της ήταν εμφανώς λιγότερες, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να την αναγνωρίσει αμέσως. Ήταν σχεδόν όπως την άφησε. Ένα μικρό όμορφο κοριτσάκι που μεγάλωσε κι έγινε η πιο όμορφη νεαρή γυναίκα του κόσμου. Εκείνο το βράδυ, ο Πέτρος δεν εμφανίστηκε καθόλου στο ρεβεγιόν και όλοι ανησυχούσαν. O χρόνος άλλαξε μοναχικά για τον Πέτρο. Ήταν μόνος του, αλλά ήξερε πώς μαζί του ήταν η Νίκη και το πνεύμα του κυρ-Θωμά. Γύρισε σπίτι αργά. Εμφανίστηκε παρά μόνο όταν έφυγαν οι περισσότεροι, αλλά η Φανή ήταν εκεί, γεμάτη αγωνία.
- Φανή, σε παρακαλώ φύγε. Δε θέλω να σε ξαναδώ. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια στη Φανή και κλειδώθηκε στο δωμάτιό του. Η Φανή δεν πρόλαβε καν να πει τίποτα κι έφυγε απ΄το σπίτι τους ταραγμένη. Ο Πέτρος ήξερε ότι θα της περάσει, μιας και ήταν φίλοι με προνόμια, όπως έλεγε και ο ίδιος.
Μια εβδομάδα μετά, ο Πέτρος αποφάσισε να στείλει στη Νίκη. Δεν της έστειλε γράμμα, αλλά μια φωτογραφία του σε έναν φάκελο, με ένα μικρό σημείωμα στο πίσω μέρος της φωτογραφίας.
"Αυτός είμαι εγώ. Χαίρομαι πολύ που μου έστειλες τη φωτογραφία σου και τη φυλάω στο πορτοφόλι μου. Δεν έχεις αλλάξει από τότε. Για μένα παραμένεις το μικρό κοριτσάκι που ήξερα. Σε παρακαλώ πολύ μη μου ξαναγράψεις μέχρι να έρθεις το καλοκαίρι. Δεν αντέχω την αλληλογραφία ενώ σε θέλω μπροστά μου εδώ και τώρα. Σου στέλνω και το τηλέφωνο μου για να με πάρεις όταν έρθεις.
Να προσέχεις, ο Πέτρος σου"
Αναρωτιέται αν τα λόγια του είναι ψυχρά αλλά προτίμησε να πει αυτό που σκέφτεται κι ας αντιδράσει άσχημα η Νίκη. Πραγματικά δε θα άντεχε να αλληλογραφεί με την κοπέλα που ήθελε να έχει από τότε που ήταν μικρό παιδάκι. Την ήθελε μπροστά του, να του χαμογελάει και να του δίνει ένα φιλί στο μέτωπο, όπως τότε ξανά κι όχι να την φαντάζεται μέσα απ'το χαρτί.
Ο φάκελος με τη φωτογραφία του Πέτρου φτάνει στον προορισμό του και η Νίκη δεν μπορεί να περιμένει άλλο για να διαβάσει το περιεχόμενο. Το ανοίγει κι εκεί που περίμενε ένα γράμμα, βλέπει μια φωτογραφία και ξαφνικά κυριεύτηκε από πόθο. Πόθο για το αγοράκι εκείνο με τις μελαχρινές μπούκλες, που τώρα έχει γίνει ο πιο όμορφος νεαρός άντρας του κόσμου. Διαβάζει το σημείωμα στο πίσω μέρος της φωτογραφίας και προς στιγμήν, η θλίψη γεμίζει τη ψυχή της και αναστενάζει, αλλά δεν άργησε να καταλάβει. Τον ήθελε κι εκείνη εδώ και τώρα κι όχι μέσω ενός χαρτιού. Σκεφτόταν το ίδιο που σκεφτόταν και ο Πέτρος. Μπορεί να έχει το τηλέφωνό του πλέον, αλλά είπε να μην του στείλει, μην επιβαρύνει κι άλλο τη θέση τους.
Η μήνες πέρασαν, ο Πέτρος και η Νίκη είχαν πια τις ζωές τους και ζούσαν στον κόσμο τους, στις υποχρεώσεις τους, μέχρι που το καλοκαίρι έφτασε. Το κινητό του Πέτρου ξαφνικά χτύπησε και η καρδιά του χτυπούσε πιό δυνατά από ποτέ, λες και θα σπάσει. Είχε συνηθήσει τον άχαρο ήχο του κινητού του, αλλά αυτή τη φορά για κάποιον λόγο, ο ήχος του ακούστηκε ξεχωριστός, λες και ακούει ένα υπέροχο τραγούδι για πρώτη φορά. Βλέπει έναν άγνωστο αριθμό και το σηκώνει.
- Ναι? Λέει με φωνή που τρέμει.
- Η Νίκη είμαι. Σε πέντε μέρες θα είμαι Αθήνα. Θα σε ξαναπάρω τηλέφωνο. Και το τηλέφωνο έκλεισε βιαία, λες και της το πήραν απότομα.
Η Νίκη ακούστηκε πολύ ντροπαλή και φοβισμένη. Ο Πέτρος ήξερε, ήταν ο ενθουσιασμός της που δεν την επέτρεπε να σκεφτεί και να μιλήσει. Χαμογέλασε. Kαι η Νίκη έκανε το ίδιο, κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό απ'το παράθυρο και χαμογέλασε. Σα να ήξερε ότι της χαμογελούσε ο Πέτρος. Ήξεραν ότι όλα θα πάνε καλά.

Συνεχίζεται...

28.6.11

Πέτρος και Νίκη, ep. 3


Μαραμένο λουλούδι

Η Νίκη, μεγαλώνοντας σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον, σε μια ακριβή γειτονιά της Μελβούρνης της Αυστραλίας, έγινε μια πολύ όμορφη κοπέλα, η πιό όμορφη έφηβη του κόσμου και δεν άργησε να μάθει την αριστοκρατική συμπεριφορά, έτσι όπως αρμόζει στην οικογένειά της. Έπαιζε πιάνο, μάθαινε γαλλικά, έπινε τσάι με τις φίλες της, επίσης αριστοκρατικής καταγωγής. Πήγαινε σε ένα ακριβό γυμνάσιο στα προάστεια της Μελβούρνης, ντυνόταν πάντα με ακριβά ρούχα, επέστρεφε σπίτι με τη μάυρη Μερσεντές του μπαμπά της. Η Νίκη έμοιαζε με ένα λουλούδι που άνθιζε και μύριζε όμορφα και σκορπούσε φως.
Είχε φτάσει πια δεκαπέντε χρονών, όταν μια ηλιόλουστη μέρα του Μάη, βρήκε τους γονείς της να κουβεντιάζουν με τη γιαγιά της. Συζητούσαν για την πιθανότητα να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αλλά η κρίση που περνάει η πατρίδα τους, τους παρακινούσε να παραμείνουν στην Μελβούρνη, μιας και είχαν βολευτεί εδώ. Ο πατέρας της δούλευε σε μια υψηλή θέση σε μια κατασκευαστική εταιρία και η μητέρα της ήταν διευθύντρια ενός ακριβού εστιατόριου της ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης. Αρχικά, η Νίκη αγχώθηκε, γιατί ένοιωθε ότι θα επιστρέψει στο παρελθόν της. Θυμήθηκε τον Πέτρο, που είχε ορκιστεί να βγάλει απ΄το μυαλό της. Και αυτό την τάραζε περισσότερο. Τι θα γινόταν αν επέστρεφε? Γρήγορα όμως τα ξέχασε όλα αυτά κι επέστρεψε στον αριστοκρατικό τρόπο ζωής της, μιας και αποφάσισαν να παραμείνουν στην Μελβούρνη για κάποια χρόνια τουλάχιστον. Ο πατέρας της Νίκης, δεν έκρυψε ποτέ τη νοσταλγία του για την Αθήνα.
Τα καλοκαίρια, οι γονείς της Νίκης επέστρεφαν στην Αθήνα για κάποιες εβδομάδες, για διακοπές, η Νίκη όμως δε φεύγει ποτέ απ'την Αυστραλία. Προτιμά να μένει με τις φίλες της και να προσέχει τη γιαγιά της, που τόσο πολύ αγαπά. Ένα καλοκαίρι που οι γονείς της επέστρεψαν στην Αθήνα, η Νίκη γνώρισε τον Άντυ, έναν σέρφερ, ντόπιο, μελαχρινό και γεροδεμένο με ένα τατουάζ στη πλάτη του. Εκείνη ήταν δεκαπέντε κι εκείνος δεκαεφτά. Ο έρωτάς τους ήταν αστραπαίος και η Νίκη κόλλησε μαζί του. Ο Άντυ είχε την κοπιά ενός γόνου αριστοκράτη, που ήθελε να επαναστατήσει και να ζήσει στις παραλίες, παρέα με τα μεγάλα κύμματα, κάνοντας αυτό που αγαπάει περισσότερο, μετά τη Νίκη φυσικά, το σερφ. Η Νίκη, ερωτευμένη μαζί του πλέον, έφυγε απ'το σπίτι της και έζησε σε μια σκηνή μαζί του, σε μια κοντινή παραλία, διάσημη στους ντόπιους σέρφερς και όχι μόνο.
Στην παραλία, η Νίκη ένοιωθε πλήρως απελευθερωμένη. Από αριστοκράτισσα, μετατράπικε σε μια έφηβη χίπισσα, που ήθελε να ζήσει στα άκρα, αδιαφορώντας για το αύριο. Ξεπαρθενιάστικε απ'τον Άντυ, έζησαν τον απόλυτο έρωτα, ξάπλωναν δίπλα απ'τη φωτιά, καμιά φορά ερχόνταν και οι φίλοι του Άντυ με κάποιες κοπέλες για μεθύσια μέχρι το πρωί. Δοκίμασε τα πρώτα τσιγαριλίκια, τα πρώτα ναρκωτικά. Συχνά, επισκεπτόταν με τον Άντυ και την παρέα του, τον μακαρίτη τον Τζον Λέννον, και κουβέντιαζαν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Σιγά σιγά η παραλία εκείνη έγινε η φωλιά της Νίκης, του Άντυ και της παρέας τους. Κολυμπούσαν, έτρεχαν, τραγουδούσαν, έπιναν, κάπνιζαν, έκαναν όργια. Για τη Νίκη, όλα αυτά άλλαξαν τελείως τον κόσμο της, τον κόσμο που ήξερε μέχρι τώρα κι ένιωθε ωραία. Δεν ήθελε να δραπετεύσει. Μετά γνώρισε και έναν φίλο του Άντυ, τον Μάικ και την κοπέλα του Μάικ, την Κέλλυ και αποφάσισαν να ταξιδέψουν σε ολόκληρη την Αυστραλία, με το μικρό βαν του Μάικ, χωρίς να γνωρίζουν που θα τους βγάλει ο δρόμος. Αποφάσισαν να ταξιδέψουν κι όπου τους βγάλει, ζώντας το καλοκαίρι της αγάπης. Το λουλούδι ζούσε ωραία αλλά άρχισε να μαραίνει.
Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του και η παρέα ήταν κάπου στη βόρεια Αυστραλία, σε μια παραλία. Η Νίκη με την Κέλλυ έβλεπαν τα αγόρια τους να κάνουν σερφ και κουβέντιαζαν. Τα δυο κορίτσια είχαν κολλήσει και καταλάβαιναν η μια την άλλη. Η Κέλλυ καταγόταν κι αυτή από πλούσιους γονείς.
- Κέλλυ, να σου κάνω μια ερώτηση?
- Πες μου Νίκη, ξέρω ότι κάτι σε προβληματίζει.
- Δε νοιώθεις ότι σου λείπει το σπίτι και η πλούσια ζωή? Ωραία όλα αυτά που κάνουμε, να πίνουμε, να καπνίζουμε, να γαμιόμαστε, αλλά δεν έχουν καταντήσει λίγο βαρετά? Κάποια στιγμή πρέπει να επιστρέψουμε, έτσι δεν είναι?
- Ξέρω τι λες. Άκου κορίτσι μου, εγώ έχω ορκιστεί στον εαυτό μου εδώ και καιρό ότι δεν θα επιστρέψω σπίτι μου, γιατί δε μ'αρέσει ο τρόπος ζωής τους, προτιμώ τον ανέμελο τρόπο ζωής του Μάικ. Με καταλαβαίνεις έτσι? Οι γονείς μου με καταπίεζαν κι εγώ δεν το άντεχα άλλο. Έπρεπε να φύγω. Και δεν το μετανιώνω. Εσύ αν νιώθεις την ανάγκη να επιστρέψεις σε όλα αυτά που άφισες πίσω σου, τότε να επιστρέψεις. Να ξέρεις μόνο ότι θα βαρεθείς εκεί.
- Μα ρε Κέλλυ, δεν είναι ότι θα βαρεθώ εκεί. Είναι ότι αγαπώ την οικογένειά μου και τα πάμε καλά. Δε θέλω να τους αφήσω... Να έρχομαι να κάνω διακοπές μαζί σας ναι, αλλά όχι και να αφήσω το σπίτι μου. Δεν ξέρω... Θέλω και να σπουδάσω. Με καταλαβαίνεις?
- Ναι κορίτσι μου. Σε καταλαβαίνω. Δεν θα σε εμποδίσω εγώ. Το θέμα είναι ο Άντυ τι θα πει? Ό,τι και να πει, να κάνεις αυτό που θέλεις, μην μείνεις λόγω του Άντυ. Αυτοί οι άντρες είναι ικανοί να σε πείσουν για όλα. Αχ αυτοί οι άντρες... Να τους πάρει ο διάολος.
Μετά βρήκε τον Άντυ που μόλις είχε βγει απ'τη θάλασσα, κρατώντας τη σανίδα του παραμάσχαλα. Πήγε κοντά του, τον αγκάλιασε, του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί και τον οδηγεί παραπέρα στην παραλία.
- Θέλω να σου πω...
- Τι τρέχει Νίκη μου?
- Δε νομίζεις ότι πρέπει να επιστρέψουμε κάποια στιγμή? Για πόσο θα ζούμε έτσι? Δεν πάει άλλο...
Ο Άντυ νευρίασε.
- Αν θέλεις να επιστρέψεις, να επιστρέψεις. Εγώ θα μείνω εδώ, δε θα μου χαλάσεις το όνειρο. Εσύ φύγε. Φύγε σου λέω.
Ακολούθησε ένας άγριος καυγάς και η Νίκη, κλαίγοντας αλλά και θυμωμένη, μάζεψε βιαστικά τα πράγματά της κι έφυγε. Είχε αρχίσει να βρέχει. Έκανε οτοστόπ στο δρόμο κι ήλπιζε να την πάρει κάποιος, με προορισμό τη Μελβούρνη. Για καλή της τύχη, βρέθηκε κάποιος, που πήγαινε κάπου κοντά στο σπίτι της.
Μετά από δυο μέρες, έφτασε σπίτι της και είχε να αντιμετωπίσει την οργή των γονιών της. Λίγο έλειψε να είχαν καλέσει την αστυνομία. Από πότε εξαφανίζεται μια δεκαπεντάχρονη έφηβη, παρόλο που και η ίδια το ήθελε, να "εξαφανιστεί"? Ο χρόνος που ακολούθησε, ήταν ζοφερός για τη Νίκη, καθώς η τιμωρία ήταν σαφέστατη, θα βγαίνει μόνο για να πηγαίνει σχολείο. Ήξερε ότι έπρεπε να το υποστεί, για αυτό που έκανε, αλλά οι γονείς της δεν ήταν τόσο κακοί ώστε να της στερίσουν την ελευθερία της. Ήξερε ότι θα της την ξαναδώσουν. Υπέμενε καρτερικά, έφτασε το επόμενο καλοκαίρι, έγινε δεκαέξι. Εκείνο το καλοκαίρι, το πέρασε συντροφιά με τη μοναξιά της, καθώς μπερδεμένες σκέψεις διέσχιζαν το μυαλό της και αδυνατούσε να τις βάλει σε τάξη. Απ'τη μια σκεφτόταν τον Άντυ και το καλοκαίρι τους, που τον ερωτεύτηκε παράφωνα, αλλά αναρωτιέται αν ήταν αληθινός έρωτας, απ'την άλλη το παρελθόν της στην Ελλάδα, απ'την παράλλη το μέλλον της. Ήθελε να σπουδάσει. Και ξαφνικά θυμήθηκε τον Πέτρο. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που είδε τελευταία φορά τον Άντυ, ένοιωθε ακόμα ερωτευμένη μαζί του και ξάφνου, ο Πέτρος, που έχει να τον δει κάμποσα χρόνια. Θυμήθηκε τις βόλτες μαζί του, που παίζανε, που γέλαγαν, που έτρεμε κάθε φορά που της χαμογελούσε. Έφερε στο μυαλό της την εικόνα ενός μικρού αγοριού που ξεχείλιζε από αθωότητα, με τις μπούκλες του να ανεμίζουν στο ελαφρύ αεράκι και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της. Αναρωτιόταν πώς θα ήταν τώρα ο Πέτρος, πως θα ήταν το παρουσιαστικό του.
Μια μέρα, η μητέρα της Νίκης τη βρίσκει να κάθεται στο δωμάτιο της, ατενίζοντας τη θάλασσα απ'το παράθυρο, χαμένη σε σκέψεις.
- Παιδί μου, είσαι καλά? Έλα εδώ... Νομίζω ξέρω τι σκέφτεσαι. Τον Άντυ, έτσι δεν είναι? Τα είπαμε αυτά παιδί μου...
- Όχι μητέρα... Δε σκέφτομαι αυτό. Σκέφτομαι τους φίλους που άφησα στην Ελλάδα. Βασικά ντρεπόταν να της πει ότι σκεφτόταν τον Πέτρο. Η μητέρα της όμως κατάλαβε.
Άλλος ένας χρόνος πέρασε, η Νίκη απέκτησε καλύτερη σχέση με τους γονείς της, την άφηναν να βγαίνει κάποιες φορές, πήγαινε συνήθως στο τοπικό εμπορικό κέντρο με τις φίλες της. Γνώρισε κι ένα παιδί, αλλά ήταν τόσο μπερδεμένη, που προτίμησε να μείνει μόνη της. Πολλοί την ήθελαν, αλλά εκείνη τίποτα. Ίσως κανά δυο φορές που πήγαινε με τις φίλες της στο μπαρ που συχνάζουν, να φασώθηκε με κάποιους, αλλά τα όρια της τα ήξερε. Δεν ήθελε να τα ξεπεράσει. Ήθελε να κάνει σεξ με κάποιον που θα ερωτευτεί ξανά και θα την κάνει να νοιώσει ξεχωριστή. Στα μάτια των άλλων, ήταν η τύπισσα που έφυγε με τον σέρφερ και έπερνε ναρκωτικά αλλά για την ίδια, ήταν ένα βάρος που ήθελε να βγάλει από πάνω της. Ίσως γι'αυτό επιθυμούσε να επιστρέψει Ελλάδα, να αρχίσει μια νέα ζωή. Στο μυαλό της στιφογυρνούσε συνεχώς εκείνο το παιδί με τις μπούκλες και το χαμόγελο που την σκοτώνει όμορφα.
Το καλοκαίρι δεν άργησε να φτάσει, εκείνη έγινε δεκαεφτά χρονών και γινόταν γυναίκα, η πιο όμορφη νεαρή γυναίκα του κόσμου. Οι γονείς της πήγαν Ελλάδα, για τον γάμο ενός οικογενειακού φίλου κι εκείνη παρέμεινε για να προσέχει τη γιαγιά της, όπως πάντα. Είχε τόσο καλή σχέση με τη γιαγιά της, η γιαγιά της έβλεπε στη Νίκη τον εαυτό της στην ηλικία της. Σχεδόν κάθε μέρα οι δυό τους κουβέντιαζαν για τη ζωή, τη ζωή της γιαγιάς πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία και πως της λείπει η Ελλάδα αλλά προτιμά να μείνει εδώ, στη μεγάλη ζωή. Η Νίκη κατάλαβε. Κατάλαβε τι σημαίνει να τα παρατάς όλα και να επιστρέφεις σε κάτι που σου λείπει πάρα πολύ. Το καλοκαίρι τελείωνε και μια μέρα οι γονείς της επέστρεψαν και της έδωσαν ένα χαρτί. Ήταν η διεύθυνση του σπιτιού του Πέτρου. Είχαν βρεθεί με τους γονείς του Πέτρου τυχαία και απ΄τη κουβέντα τους κατάλαβαν ότι τα παιδιά τους ψάχνουν έναν χαμένο έρωτα...
- Γράψε του... Είπε χαμογελώντας η μητέρα της.
Η Νίκη χαμογέλασε αμήχανα και έτρεξε στο δωμάτιο. Έβγαλε μια λευκή κόλλα χαρτί και έκλεγε. Δεν ήξερε τι να του γράψει. Είχε τόσα πολλά να του γράψει και δεν ήξερε από που να αρχίσει. Και το βασικότερο, δεν ήξερε πώς θα αντιδράσει. Εννέα ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει. Ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο πέρασε μέχρι να τελειώσει το γράμμα και έφυγε βιαστικά για το ταχυδρομείο. Τα μάτια της έκλειναν απ'τη νύστα αλλά ήθελε τόσο να φτάσει στο ταχυδρομείο που ο ύπνος της φαινόταν αστείος. Θυμήθηκε ότι σε τρεις μέρες έχει γεννέθλια.
- Αυτό το γράμμα μπορείτε να φροντίσετε να φτάσει σ'αυτή τη διεύθυνση σε τρεις μέρες ακριβώς?
- Φυσικά, αν το επιθυμείτε... Η ευγενέστατη υπάλληλος του ταχυδρομίου της Μελβούρνης την έκανε να αναρωτηθεί πως είναι τα πράγματα στην Ελλάδα. Αλλά δεν την ένοιαζε.
Μετά από τρεις μέρες η Νίκη ξύπνησε με ένα βαθύ χαμόγελο στο πρόσωπό της κι έλαμπε, λες και της χαμογελούσε ο Πέτρος.

Συνεχίζεται...

27.6.11

Πέτρος και Νίκη, ep. 2


Επαναστάτης χωρίς αιτία

Τα χρόνια πέρναγαν, ο Πέτρος είχε φτάσει πια δεκαέξι χρονών, οι μπούκλες του είχαν μεγαλώσει, το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό του και είχε γίνει ένας όμορφος έφηβος, ο πιό όμορφος έφηβος του κόσμου, επαναστάτης. Φόραγε πάντα το μαύρο δερμάτινο τζάκετ του και κάποιο απ'τα στενά χαμηλοκάβαλα παντελόνια του, με φθαρμένα σταράκια ή βανάκια της παλιάς σχολης, άρχισε να αλητεύει. Οι κοπέλες του σχολείου του, όποτε τον κοιτούσαν να χαμογελάει, ένοιωθαν τα πόδια τους να κόβονται. Κι όταν τις κοιτάει στα μάτια χαμογελώντας, νοιώθουν ότι πλέουν στη θάλασσα της ευτυχίας. Έριχνε πονηρά βλέμματα στις κοπέλες που τον κοιτούσαν και γενικά το έπαιζε επαναστάτης. Ήξερε ότι οι κοπέλες γουστάρουν αυτούς που το παίζουν ιστορία με αλητεία αλλά ο ίδιος δεν ένοιωθε την ανάγκη να το παίξει ιστορία. Μέσα του ένοιωθε τσακισμένος.
Ψυχή τσακισμένη. Προτιμά τη μοναξιά του, να κάνει παρέα με τα φιλαράκια του, να κάνει τις πρώτες τράκες από ένα κουτί κόκκινα Μάλμπορο που του φέρνει ένας δεκαοχτάχρονος φίλος του, ο Άλεξ. Όλοι τον πείραζαν επειδή μπορούσε να έχει όποια κοπέλα ήθελε αλλά εκείνος στον κόσμο του. Δεν ήθελε καμιά. Τις θεωρούσε όλες ηλίθιες. Μπορεί πλέον να μη σκέφτεται τη Νίκη, που τόσο ψυχρά τον είχε παρατήσει, αλλά μέσα του κάτι του έλειπε. Δεν ήταν απαραίτητα η συντροφία μιας κοπέλας, αλλά μια τρυφερότητα, μια αθωότητα, μια αγάπη, που την είχε βρει μόνο στο πρόσωπο της Νίκης, εκτός βεβαιώς απ'το πρόσωπο της μαμάς του. Ο Πέτρος, παρά το παρουσιαστικό του, το παρουσιαστικό του όμορφου αλήτη, του επαναστάτη χωρίς αιτία, ένιωθε ένα βάρος στις πλάτες του. Δεν ένοιωθε ότι είχε κάνει κάτι για να αξίζει το παρατσούκλι του επαναστάτη ή ό,τι άλλο του έβγαλαν τελοσπάντον. Αλλά για κάποιον λόγο, ένοιωθε ωραία. Ένοιωθε ωραία με το να τον προσέχουν, να τον θαυμάζουν, να τον θεωρούν πρότυπο για γενεές εφήβων. Ένοιωθε ωραία με το να δείχνει ότι είναι τσακισμένος μέσα του και ψάχνει κάτι.
Μια μέρα, πήγε βόλτα με τον Άλεξ ή αλλιώς το λοκάλι. Ο Άλεξ ήταν γέννημα θρέμμα Κουκακιώτης κι απ'όσο λέει, όλα ξεκίνησαν απ'τον προπάππο του που ήρθε κι έμεινε εδώ. Κι επειδή ήξερε τα κατατόπια τέλεια, του κόλλησαν το παρατσούκλι του λοκαλιού, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει ντόπιος. Ο Άλεξ ήταν ένας έφηβος που είχε παίξει τέλεια τον έφηβο τον τσακισμένο, τον καταθληπτικό που όμως έπαιζε τις κοπέλες στα χέρια του. Ήταν τόσο καλός φίλος με τον Πέτρο που έβλεπε στον πρόσωπό του ένα παιδί ικανό να τις πάρει όλες. Κι έτσι το λοκάλι ρωτάει τον Πέτρο.
- Ρε φίλε, τι έχεις? Πολύ πεσμένος είσαι τις τελευταίες μέρες. Είσαι όμορφος, με στυλ. Οι γκόμενες κάνουν ουρά για σένα κι εσύ δε θες καμιά?
- Τι λες ρε μαλάκα? Αυτές οι γκόμενες είναι ηλίθιες, μόνο για κανά φάσωμα είναι και τίποτα άλλο.
- Ναι ρε μαλάκα, αυτό σου λέω. Βγαίνουμε, το παίζεις κουλ, λες αστεία σε όλους, όλες λιώνουν για την πάρτη σου και κάποια στιγμή φεύγεις επειδή και καλά πρέπει να επιστρέψεις. Από πότε πρέπει να επιστρέψουν τύποι σαν κι εσένα? Τι σου συμβαίνει ρε? Φάσωσε καμιά τουλάχιστον πριν επιστρέψεις. Μη σου πω και το άλλο. Είσαι δεκαέξι κι είσαι ακόμα παρθένος. Εδώ οι γκόμενες γαμιούνται απ'τα δεκατέσσερα, δεν είναι δίκαιο.
- Σόρρι κιόλας αλλά εγώ δεν τις βλέπω τόσο υποτιμητικά ώστε να τις γαμήσω και μετά να την κάνω. Τεσπά. Δηλαδή εσύ πόσο ήσουν? Και πόσο ήταν η άλλη?
- Δεκαπέντε. Κι εκείνη ήταν δεκατεσσάρων.
- Ε και? Δεν ένοιωσες ότι την εκματελλεύτηκες για την πάρτη σου και μόνο?
- Μπα. Αφού το ήθελε κι εκείνη. Ήταν και η δικιά της πρώτη φορά αλλά θέλαμε μόνο σεξ. Ήθελε να ξεπαρθενιαστεί.
- Καλά, εσύ μπορεί να τα κάνεις αυτά, εγώ όμως δε θέλω. Θέλω να κάνω σεξ με κάποια, όχι με όποια να ναι.
- Ξεκόλλα ρε με ό,τι κι αν σκέφτεσαι. Βρες καμιά, μικρότερη ή μεγαλύτερη, δεν έχει σημασία και πήδηξέ την. Πώς σου φένεται η Έλενα?
- Ποιά Έλενα? Α, μια φίλη σου που συναντήσαμε τυχαία στο δρόμο? Εμ, καλή είναι μωρέ, δεν λέω...
- Ωραία. Του έκλεισε πονηρά το μάτι και ήπιε μια γουλιά απ'τη μπύρα του.
Οι δυο φίλοι χωρίστηκαν και ο Πέτρος περπατούσε βιαστικά για το σπίτι του. Ήταν ταραγμένος. Ένιωθε μπερδεμένος. Επέστρεψε σπίτι και κλειδώθηκε στο δωμάτιό του χωρίς να μιλήσει στους δικούς του.
Οι μέρες πέρασανε, εκείνος εμφανιζόταν μόνο στο σχολείο και όπως πάντα όλες τον περίμεναν, για ένα του βλέμμα τουλάχιστον. Εκείνος προσπερνούσε μελαγχολικά τα πλήθη από κορίτσια και πήγαινε όπως πάντα, στην παρέα του. Κανόνιζαν για το που θα περνούσαν το απόγευμα, για το που θα αλήτευαν, που θα άραζαν για να πιούν τις μπύρες τους, παρέα πάντα με τα κόκκινα Μάλμπορο του λοκαλιού. Σχεδόν κάθε απόγευμα το πέρναγε με την παρέα του κι όταν έφευγαν οι άλλοι, έμενε μόνος του με το λοκάλι, να κουβεντιάζουν για γκόμενες. Και μετά τη γνώρισε.
Η Έλενα ήταν μια κοπέλα στην ηλικία του, από γειτονικό σχολείο, φίλη του λοκαλιού. Την γνώρισε μια μέρα που είχε πάει με το λοκάλι σε μια παιδική χαρά, για να αράξουν με μπύρες. Την είχε ξαναδει μια μέρα που είχε πάει βόλτα με το λοκάλι και τη συνάντησαν τυχαία αλλά δε μίλησαν και πολύ γιατί ήταν βιαστική. Το λοκάλι είχε κανονίσει να έρθει η Έλενα, με μια φίλη της. Ο Πέτρος είδε στο πρόσωπο της Έλενας μια κοπέλα επαναστάτρια, μια κοπέλα ικανή να του μάθει πράγματα και η Έλενα γοητεύτηκε τόσο πολύ απ'το χαμόγελό του. Εκείνη τη μέρα, στην παιδική χαρά, το λοκάλι άρπαξε τη φίλη της Έλενας και πήγαν παραπέρα, πίσω από κάτι θάμνους κι έμειναν μόνοι τους, ο Πέτρος και η Έλενα να κουβεντιάζουν δειλά. Κι έτσι άρχισε να περνάει τις μέρες μαζί της, να μεθάνε, να φασώνονται, μέχρι που η μέρα για σεξ έφτασε. Η μέρα για το ξεπαρθένιασμα του Πέτρου έφτασε. Είχαν πάει στο σπίτι της Έλενας μιας κι έλειπαν οι δικοί της. Την επόμενη μέρα, ο Πέτρος εμφανίστηκε στο σχολείο άλλος άνθρωπος, η παρέα του το πήρε πρέφα και τα πειράγματα άρχισαν να δίνουν και να πέρνουν.
Με την Έλενα έμεινε κανά εξάμηνο, μέχρι τις καλοκαιρινές διακοπές δηλαδή. Στους έξι μήνες που ήταν μαζί, η σχέση τους πέρασε από πολλά στάδια κι εκείνος εξακολουθούσε να βρίσκεται στον κόσμο του. Ένοιωθε πάντα τσακισμένος και μέσα του κάτι τον τρώει.
- Γιατί με χωρίζεις ρε Έλενα? Τώρα που είναι διακοπές, είναι ευκαιρία να βλεπόμαστε περισσότερο, να κάνουμε περισσότερο σεξ.
- Πέτρο, είσαι πολύ καλό παιδί αλλά νομίζω αρκετά έμεινα μαζί σου. Νομίζω πρέπει να ξεκαθαρίσεις πρώτα το τι θέλεις και μετά ίσως τα ξαναπούμε.
- Τι έγινε βρε? Σοβαρά, πες μου. Μα γιατί? Άσε κατάλαβα... Δεν έπρεπε να μπλέξω μαζί σου, τα έλεγα εγώ... Κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορύσε. Είχε καταλάβει. Έφταιγε αυτός. Είχε κάτι μέσα του που δεν του επέτρεπε να σκεφτεί καθαρά. Αλλά ίσως και να το θέλει κι εκείνη. Είναι καλοκαίρι και θέλει να μην είναι δεσμευμένη.
Ήταν αλήθεια. Κάτι είχε μέσα του που δεν του επέτρεπε να δει ξεκάθαρα το τι θέλει. Μονίμως ένοιωθε τσακισμένος, λες και του λείπει κάτι, εδώ και πολύ καιρό. Δεν γνώριζε τι είναι αυτό που του λείπει. Συνειδητά τουλάχιστον. Απλά προσπαθούσε να βρει τις απαντήσεις που αναζητούσε.
Η τελευταία του σχολική χρονιά άρχισε, ο Πέτρος ήταν δεκαεφτά χρονών πλέον και δεν είχε χρόνο για να βγαίνει με την παρέα του. Το είχε πάρει απόφαση, να κλειδωθεί μέσα και να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να καταφέρει να περάσει εκεί που ήθελε, στο Πολυτεχνείο. Η παρέα του απορούσε που εξαφανίστηκε αλλά οι εξηγήσεις δεν άργησαν να έρθουν. Εμφανιζόταν μόνο στο σχολείο και στα διαλείμματα, αντί να κάθεται στην αυλή, καθόταν στην τάξη, διαβάζοντας. Όλη η χρονιά πέρασε έτσι και ο χαρακτηρισμός του επαναστάτη που τον διακατάτρεχε, είχε ξεθωριάσει. Έγινε ένας μαθητής επιμελής που τον νοιάζει μόνο το μέλλον του. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ήθελε να αφιερωθεί στο διάβασμα, για να βρει διέξοδο σε εκείνο το τσάκισμα που τον απασχολούσε. Οι πανελλήνιες δεν άργησαν να έθουν και κάποιες μέρες μετά, η σχολική χρονιά τελείωσε. Εκείνο το καλοκαίρι, ο Πέτρος το πέρασε με τους γονείς του στο εξοχικό της θείας του, αδερφής της μαμάς του, στην Αιγίνα. Το καλοκαίρι εκείνο ήταν τελείως μπερδεμένο για εκείνον, απ'τη μια σκεφτόταν αν θα πέρναγε στη σχολή εκείνη, απ'την άλλη αναζητούσε την ψυχική και πνευματική ηρεμία του. Τα νέα δεν άργησαν να έρθουν κι εκείνος, σε μια νύχτα, άλλαξε, έγινε σχεδόν ο πιο χαρούμενος όμορφος έφηβος άνθρωπος του κόσμου, καθώς πέρασε εκεί που ήθελε κι αφού απαλλάχτηκε από κάθε άγχος, ένοιωθε μια γαλήνη μέσα του, έστω και προσωρινή.
Μια μέρα, που πήγε για φαγητό με τους γονείς του και τη θεία του, γνώρισε μια κοπέλα, την Ειρήνη, κόρη φίλων της θείας του. Το χαμόγελο του Πέτρου έκανε την Ειρήνη να τον θέλει τόσο πολύ, μέχρι να γίνει δικός της κι εκείνος σαγινεύτηκε τόσο πολύ απ'τον χαρακτήρα της, μέχρι που κατέληξαν μαζί, αλλά υπήρχε μια δυσκολία. Η Ειρήνη είναι ντόπια και για τον Πέτρο του φαινόταν δύσκολο να παραμείνει μαζί της και μετά το καλοκαίρι κι έτσι συμφώνησαν να ζήσουν τον έρωτα για όσο διαρκεί το καλοκαίρι. Εκείνη ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή του και ο Πέτρος το βρήκε σαν ευκαιρία για να μάθει κάποια πράγματα, μιας και οι μοναδικές εμπειρίες που είχε μέχρι τότε ήταν απ'την Έλενα. Το καλοκαίρι κύλισε όπως το φανταζόταν, με ατελείωτα μεθύσια και γαμήσια, αλλά όπως όλα τα καλοκαίρια, τελείωσε κι εκείνο. Η Ειρήνη, που απ'την αρχή έβλεπε το καλοκαίρι σαν ένα καλοκαίρι ξέγνοιαστο, δε δέθηκε με τον Πέτρο, εκείνος όμως δέθηκε και ο χωρισμός του φανταζόταν δύσκολος. Αλλά έπρεπε να επιστρέψει και να αρχίσει μια νέα ζωή. Μια νέα ζωή, αυτή των φοιτητικών χρόνων.
Αφού επέστρεψε, εξακολουθούσε να είναι μπερδεμένος. Απ'τη μια ένοιωθε ευγνωμοσύνη για την Ειρήνη, που του έμαθε πράγματα πρωτόγνωρα γιάυτόν, απ'την άλλη ο κρυφός έρωτας για την ίδια, που ποτέ δεν της παραδέχτηκε. Ήταν σχεδόν δεκαοχτώ κι εκείνη σχεδόν δεκαεννέα. Πώς ένοιωθε ερωτευμένος με μια μεγαλύτερη? Ναι, ένοιωθε ερωτευμένος για μια κοπέλα που το μόνο που ήθελε, ήταν να περνάει καλά με κάποιον. Ο Πέτρος μάλλον δεν είχε καταλάβει τι σημαίνει να περνάς ένα καλοκαίρι αγάπης με κάποια, εστώ και με ημερομηνία λήξεως. Κάποιες μέρες αργότερα, αφού γύρισε στην Αθήνα και παραδέχτηκε τη μοίρα του, άλλαξε και πάλι, στο χειρότερο, καθώς έλαβε γράμμα από μια άγνωστη για εκείνον διεύθυνση της Αυστραλίας, από μια κοπέλα με γνωστό για εκείνον όνομα, τη Νίκη. Τη μέρα εκείνη, είχε γεννέθλια, γινόταν δεκαοχτώ πια.

Συνεχίζεται...

26.6.11

Πέτρος και Νίκη, ep. 1


Τα χρόνια της αθωότητας

Ο Πέτρος ήταν ένα οχτάχρονο αγοράκι, με μελαχρινές μπούκλες, πράσινα μάτια κι ένα χαμόγελο ικανό να κάνει και τους πιο απαισιόδοξους να χαμογελάσουν. Έμενε με τους γονείς του και τη γιαγιά του σε μια μικρή μονοκατοικία στο Κουκάκι, κοντά στο λόφο του Φιλοπάππου και τη Διονύσου Αρεοπαγίτου.. Δεν ήταν ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί, αλλά είχαν αρκετά για να θρέψουν μια οικογένεια. Η γιαγιά του είχε χάσει τον άντρα της και για να μη μένει μόνη της, νοίκιασε το διαμέρισμά της στα Πετράλωνα και ήρθε να μείνει μαζί τους. Η μονοκατοικία μπορεί να ήταν μικρή, αλλά είχε μια μεγάλη αυλή στο πίσω μέρος της κι όποτε μπορούσε, καλούσε τους φίλους του για να παίξουν εκεί ή για να ψήσουν μπάρμπεκιου, με τους γονείς τους πάντα. Ο Πέτρος είχε και μια φίλη, τη Νίκη.
Η Νίκη ήταν μια εφτάχρονη κοπελίτσα, με μακριά ξανθά μαλιά, που συνήθιζε να τα πιάνει πλεξούδα, λευκό δέρμα, γαλάζια μάτια και φακίδες. Οι γονείς της, ήταν σχετικά εύποροι κι έμεναν σε μια τριόροφη μονοκατοικία στην Πλάκα. Ο παππούς και η γιαγιά της Νίκης ήταν μια εκ των ισχυρών οικογένειων της κοινότητας των ελλήνων της Αυστραλίας και παρέμειναν εκεί παρόλο που ο γιός τους επέστρεψε Ελλάδα και γνώρισε μια πανέμορφη κοπέλα απ'το Κολωνάκι. Παντρεύτηκαν, έκαναν τη Νίκη και παρέμειναν στην Ελλάδα. Οι γονείς της Νίκης αν και αρκετά σνομπ, ήθελαν το καλύτερο για την κόρη τους και την άφηναν να παίζει με τον Πέτρο. Όταν γνώρισαν τον Πέτρο, αρχικά σκέφτηκαν "που πάει η κόρη μας και παίζει μ'αυτόν? αυτοί είναι μικροαστοί, καμιά σχέση με εμάς". Ήθελαν να κάνουν παρέα με νεόπλουτους σνομπ απ'το Κολωνάκι, την Εκάλη. Αλλά εκείνο το χαμόγελο του Πέτρου, τους έκανε να αλλάξουν γνώμη. Κι έτσι ο Πέτρος με τη Νίκη έπαιζαν σχεδόν κάθε μέρα στην αυλή του Πέτρου. Καμιά φορά πήγαινε και ο Πέτρος στο σπίτη της Νίκης, παρόλο που δεν είχε αυλή, για να καθίσουν στο -μεγάλο- δωμάτιο της και παίζοντας κάποιο απ'τα πολλά παιχνίδια.
Μια δυνατή φιλία άρχισε να γεννιέται και στα πρόσωπά τους έβλεπες μια παιδική αθωότητα, ικανή να κρατήσει για πάντα, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ο Πέτρος έβλεπε στο πρόσωπο της Νίκης την αδερφή που θα ήθελε να έχει και η Νίκη το ίδιο στο πρόσωπο του Πέτρου. Τους συνδέε ένας ισχυρός δεσμός, αδερφικός κι ας μην είχαν καμιά συγένεια. Όλοι έλεγαν ότι είναι τα πιό όμορφα παιδιά της γειτονιάς, οι πιο πλούσιοι όμως τους κοίταγαν με μισό μάτι, καθώς εκείνη ντυνόταν πάντα με ακριβά ρούχα ή λευκά δαντελωτά φορεματάκια, που της αγόραζαν οι γονείς της κι εκείνος με φτηνές φόρμες από μαγαζιά με παιδικά ρούχα. Δεν τους ένοιαζε όμως, καθώς όσο ήταν μαζί, πέρναγαν πολύ καλά, παίζοντας, τρέχοντας και γελώντας. Όταν χαιρόταν ο ένας, χαιρόταν και ο άλλος, όταν στεναχωριόταν ο ένας, στεναχωριόταν και ο άλλος. Όταν χαμογελούσε ο Πέτρος, η Νίκη ζαλιζόταν. Ένιωθε τη γη να χάνεται κάτω απ'τα πόδια της και ένα ρίγος διέσχιζε το σώμα της. Ο Πέτρος αρχικά δεν το καταλάβαινε, μετά όμως της έλεγε, κάθε φορά που την έβλεπε να τρέμει, "αδερφούλα μου, τρέμεις γιατί νιώθεις το χαμόγελό μου" κι εκείνη του χαμογελούσε και του έδινε ένα φιλί στο μέτωπό του.
Το καλοκαίρι άρχισε να ξεθωριάζεται και μια νέα σχολική χρονιά αρχίζει. Εκείνος πηγαίνει στο τοπικό δημοτικό, στο Κουκάκι κι εκείνη σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο στο Ψυχικό. Κανόνισαν όμως να βλέπουν ο ένας τον άλλον κάθε Σάββατο, είτε στην αυλή του σπιτιού του Πέτρου, είτε στης Νίκης. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, όπου πλέον, έβγαιναν και πάλι κάθε μέρα. Εκείνος ήταν πλέον εννέα χρονών κι εκείνη οχτώ. Τα καθημερινά τους "ραντεβού", έχουν γίνει συνήθεια πλέον, μέχρι που μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα του Ιούλη, ενώ ο Πέτρος την περίμενε στην εξώπορτα του σπιτιού της, με ένα χαμόγελο και μια χαρά μέσα του, η Νίκη εμφανίστηκε ταραγμένη και στεναχωριμένη. Το χαμόγελο του Πέτρου σβήστηκε μεμιάς, ένιωθε ότι δε θα τη βοηθήσει να χαμογελάσει κι έτρεξε να τη ρωτήσει τι έγινε.
- Νίκη, τι έγινε και είσαι έτσι? Σε μάλωσε η μαμά?
- Όχι Πέτρο, απλά πρέπει να σταματήσουμε να παίζουμε. Δε θέλω, αλλά πρέπει.
- Δε σου αρέσει να παίζουμε? Τι έγινε?
- Όχι δεν είναι αυτο... Κι έφυγε τρέχοντας.
Ο Πέτρος έμεινε να την κοιτάει που απομακρύνεται και έμοιαζε χαμένος. Ένοιωθε ότι η γη έτρεμε. Αυτή η μυστηριώδης φυγή της Νίκης στρυφογυρνούσε συνέχεια στο μυαλό του και τα βράδυα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έχει περάσει ένας μήνας και δεν έχει νέα της. Αρνούταν το φαγητό που του έδινε η μαμά του, να παίζει με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς του, να χαμογελάει. Γέμιζε τον κόσμο γύρω του θλίψη και απαισιοδοξία. Σε τέτοιο σημείο που όλοι αναρωτιότουσαν τι του συνέβη κι έχασε εκείνο το χαμόγελο που έκανε τους πάντες να γεμίζουν αισιοδοξία. Μια μέρα η μαμά του πιάνει τον Πέτρο να κάθεται μόνος του στο δωμάτιο, σκίζοντας κάτι ζωγραφιές που είχε κάνει για τη Νίκη.
- Πέτρο, παιδί μου, θέλεις να μου πεις τι έχεις? Νομίζω ότι έχω τις απατήσεις που γυρεύεις.
- Η αδερφή μου έφυγε και δε θέλει να με ξαναδει.
- Ξέρω ότι ήταν σαν αδερφή σου αλλά δεν είναι. Αν ήταν, θα ήταν εδώ, γιατί είμαστε κι εμείς εδώ.
- Τότε γιατί δε θέλει να με ξαναδει? Ο Πέτρος άρχιζε να κλαίει και η μαμά του μη αντέχοντας να τον βλέπει να κλαίει, αποφάσισε να του εξηγήσει τι έγινε.
- Παιδί μου, σε παρακαλώ, μην κλαις. Η Νίκη έφυγε με τους δικούς της. Επέστρεψε στην Αυστραλία, για να ζήσουν εκεί, με την γιαγιά της Νίκης, γιατί πέθανε ο παππούς της και πρέπει να μείνουν εκεί για κάποιο διάστημα. Αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλει να σε ξαναδεί. Απλά ίσως δεν είχε τον τρόπο να σου πει ότι δε μπορεί να σε δει.
- Και πάλι ένα αντίο δε μπορούσε να μου πει? Ήρθε και μου είπε ότι δε μπορεί να ξαναπαίξει μαζί μου κι έφυγε. Έτσι απλά? Μα γιατί? Μήπως βρήκε κάποιον άλλον για να παίζει μαζί του?
Η μαμά του κατάλαβε.
- Όχι παιδί μου γλυκό. Ίσως ήταν τόσο ταραγμένη με το ότι έπρεπε να φύγει και δεν άντεχε να σε αποχαιρετήσει. Δεν άντεχε να σε δει να κλαις. Δεν άντεχε να τη δεις να κλαιει. Θα επιστρέψει όμως, θα το δεις... Και του χαμογελάει με νόημα, με το χέρι της να σκουπίζει τα δάκρυα του.
- Μαμά, δε με ενδιαφέρει. Αφού έφυγε χωρίς να με χαιρετήσει, τότε κι εγώ θα την ξεχασω. Κι έφυγε τρέχοντας απ'το δωμάτιο και βγήκε για μια βόλτα στη γειτονιά. Πήγε στον κυρ-Θωμά, έναν παππούλη άστεγο, που μένει σε ένα πάρκο στην Πλάκα. Ο κυρ-Θωμάς τον συμπαθούσε γιατί έβλεπε τον εαυτό του στην ηλικία του. Του έλεγε ιστορίες απ'τα παιδικά του χρόνια και μια ιστορία για μια κοπέλα που γνώριζε είκοσι χρόνια και ήταν τόσο ευτυχισμένοι, μέχρι που έφυγε με έναν πλούσιο Γάλλο, για να ζήσουν στο Παρίσι. Ο Πέτρος τον άκουγε με όρεξη και του πήγαινε λίγο φαγητό στα κρυφά.
- Κυρ-Θωμά, σου έφερα λίγο φαϊ. Θα μου πεις ξανά την ιστορία με την Αρετή?
- Εσύ είσαι Πέτρο, παιδί μου? Έλα δίπλα μου... Θα σου πω την ιστορία, αλλά εσύ γιατί είσαι τόσο κατσούφης? Σε είχα για χαρούμενο παιδί. Μη μου πεις ότι είναι κάποια κοπέλα. Αχ αυτές οι γυναίκες, καριόλες όλες τους, τους αξίζει να τους πάρει ο διάολος έτσι όπως μας παρατάνε.
- Η αδερφή μου δεν θέλει να με ξαναδεί.
Ο κυρ-Θωμάς ήξερε για τη Νίκη. Ήξερε ότι στα μάτια του Πέτρου ήταν η χαμένη αδερφή του, αλλά ήξερε ότι ήταν κάτι παραπάνω για εκείνον. Απλά είναι ακόμα μικρός για να καταλάβει τον έρωτα.
- Πέτρο, παιδί μου, άκου. Καμιά κοπέλα δεν αξίζει τα δάκρυα μας, ακόμη κι αν είναι ο έρωτας της ζωής μας. Αλήθεια, την ερωτεύτικες?
- Την αγαπώ ναι, αλλά να την ερωτευτώ? Τι είναι αυτό? Το πρόσωπο του Πέτρου ξεχίλειζε από αθωότητα και περιέργεια μαζί. Ο κυρ-Θωμάς κατάλαβε.
- Δεν θα σου πω εγώ τι είναι ο έρωτας. Θα μάθεις με τον καιρό. Πες μου, ένιωσες τίποτα όταν σου είπε ότι δεν θέλει να σε ξαναδεί?
- Ένιωθα τη γη να τρέμει. Κι έπαψα να χαμογελώ. Θέλω να χαμογελώ. Γιατί δεν χαμογελώ?
- Μάλιστα παιδί μου... Άκου. Πήγαινε σπίτι σου και σκέψου τη ζωή σου και τι θέλεις να κάνεις. Κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα θα καταλάβεις. Σε παρακαλώ πήγαινε. Άντε. Σε ευχαριστώ για το φαγητό.
- Τίποτα... Κι επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι του.
Όταν επέστρεψε, μετά από ώρες, βρήκε τη μαμά του στη κουζίνα και βλέποντάς τον, του χαμογελάει με νόημα. Ο Πέτρος, αν και δεν ήθελε να της μιλήσει, της κάνει ένα αχνό χαμόγελο και κλειδώνεται στο δωμάτιό του. Η μαμά του κατάλαβε. Ήταν το πρώτο δειλό βήμα του για επιστροφή στην αισιοδοξία που τον χαρακτηρίζει. Η πρώτη μέρα για τη νέα ζωή του χωρίς τη Νίκη άρχιζε. Ή μήπως όχι? Δεν του ήταν και τόσο εύκολο...
Οι μέρες πέρναγαν, εκείνος εξακολουθούσε να κλείνεται στη μοναξιά του και η μόνη του συντροφία ήταν ο κυρ-Θωμάς, που κατάφερε να τον κάνει να χαμογελά ξανά. Όποτε πήγαινε στο πάρκο, κουβέντιαζε μαζί του και μάθαινε για τη ζωή, με ή χωρίς άτομα που αγαπάμε. Οι μέρες του άρχισαν να γεμίζουν με εμπειρίες για τη ζωή και αποφάσισε να αφιερώσει χρόνο στον εαυτό του, για να γίνει ένας έφηβος, έτσι όπως ήθελε. Ήταν ακόμη μικρός για να ξέρει τι θέλει απ'τη ζωή, αλλά άρχισε να καταλαβαίνει.

Συνεχίζεται...

20.6.11

Η ζωή είναι πόνος.


Αν η ζωή είναι γεμάτη ρίσκα τότε εγώ γιατί φοβάμαι? Αν η ζωή ορίζει να πέφτουμε και να σηκωνόμαστε, να ξαναπέφτουμε και να ξανασηκωνόμαστε, τότε γιατί φοβάμαι? Αν η ζωή θέλει να πονέσεις ξανά και ξανά αλλά να βγεις δυνατότερος, τότε γιατί φοβάμαι? Ειλικρινά έχω μπερδευτεί.
Δεν ξέρω αν φοβάμαι, αλλά για ένα πράγμα νομίζω ότι είμαι σίγουρος. Έχω βαρεθεί. Κάθε φορά τα ίδια πράγματα, κάθε φορά το ίδιο μέρος, κάθε φορά ο ίδιος κόσμος, κάθε φορά οι ίδιες μαλακίες. Κι έτσι δεν μου βγαίνει το αυθόρμητο βρε παιδί μου, το αυθόρμητο που ορίζει το ποιός είσαι και κερδίζεις τον σεβασμό των άλλων.
Ακόμα κι έτσι όμως, αν δεν έχω βαρεθεί αλλά πράγματι φοβάμαι, τότε αναρωτιέμαι γιατί χρησιμοποιώ το "βαρέθηκα" σαν δικαιολογία? Σαν δικαιολογία που φοβάμαι να πάρω ρίσκα, να πέφτω, να πονέσω αλλά να βγω ζωντανός απ'όλα αυτά? Μήπως στην τελική φοβάμαι να μείνω εκεί κάτω, στο έδαφος, αδύναμος και μη μπορώντας να ξανασηκωθώ? Ναι, μάλλον αυτό είναι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι έχω βαρεθεί να πέφτω και να ξανασηκώνομαι. Οπότε? Μπέρδεμα τελείως.
Στην τελική μάλλον γίνομαι εγωιστής. Είτε τα θέλω έτοιμα στο πιάτο είτε σκέφτομαι κάπως έτσι "είμαι εδώ κι αν δεν σου αρέσει, φύγε". Εμ, το δεύτερο παραείναι εγωιστικό νομίζω. Γιατί αν εγώ είμαι εδώ αλλά συμπεριφέρομαι σα να βαριέμαι και δεν βγάζω τον αυθόρμητο εαυτό μου, τότε ο άλλος θα φύγει. Θα φύγει με την εικόνα ενός βαρετού και προβλέψιμου ανθρώπου...
Θέλω να κερδίσω κάποια πράγματα, θέλω να κερδίσω κάποια άτομα που αξίζουν, θέλω να κερδίσω τη γκόμενα που μου γυάλισε, πολλά πράγματα θέλω να κερδίσω. Θα πρέπει να παλέψω γι'αυτά και να μην τα περιμένω έτοιμα. Αλλά έχω πονέσει αρκετά σε τούτη τη ζωή για να ξαναπονέσω...

14.6.11

A great spirit


Ένα μεγάλο πνεύμα τα πάντα τα κάνει πέρα. Ένα μεγάλο πνεύμα κάνει τα αδύνατα δυνατά. Ένα μεγάλο πνεύμα κάνει τα μικρά πράγματα να φαίνονται μεγάλα και σημαντικά. Ένα μεγάλο πνεύμα σκορπάει θαυμασμό και σεβασμό.
Αν είσαι ανάπηρος, έχεις κάποιο πρόβλημα, ελάττωμα ή κάτι άλλο, δεν έχει καμιά σημασία αν έχεις ένα μεγάλο πνεύμα λαμπερό που βλέπει κι ακούει. Ένα τέτοιο πνεύμα νικάει τις υπόλοιπες αδυναμίες του σώματος, πολύ απλά γιατί ζούμε και κάνουμε μεγάλα πράγματα με το πνεύμα.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε πει "Τι σημασία έχει η κώφωσις του αυτιού όταν το πνεύμα ακούει? Η μόνη κώφωσις, η κώφωσις η αληθινή, η αγιάτρευτη είναι η κώφωσις του πνεύματος". Διαφωνεί κανείς?
Και αυτό που ήθελε να πει ο κύριος Ουγκώ είναι ότι οποιαδήποτε αναπηρία τη νικάμε αν έχουμε ένα φωτεινό μυαλό και μια μεγάλη καρδιά. Βλέπω ότι πολλοί ακούοντες είναι πιό κουφοί απ'τους κωφούς, γιατί είναι πολύ ηλίθιοι για να αντιληφθούν κάποια πράγματα. Κι αν ένας κωφός καταφέρει να αποδείξει στους ακούοντες ότι είναι πιο έξυπνος απ'αυτούς, χάρη στο φωτεινό πνεύμα του τότε η "κώφωση" θα είναι σα να μην υπάρχει. Οπότε νομίζω ότι οποιοδήποτε "πρόβλημα" εξαφανίζεται όταν έχεις ένα μυαλό που κόβει.
Εμπρός λοιπόν στην αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού.

6.6.11

It's summer time


Η άνοιξη έφυγε, το καλοκαίρι μπήκε. Η εποχή των ονείρων και της ελπίδας μπήκε. Των ονείρων και της ελπίδας είπα? Μα γιατί το λέω αυτό κάθε καλοκαίρι? Περίεργοι συνειρμοί του υποσυνείδητου...
Η μέρα έχει πια μεγαλώσει, πλησιάζουμε στο θερινό ηλιοστάσιο, η βροχές φαίνεται να πέρνουν σιγά σιγά πόδι, τα ρούχα έγιναν λιγότερα, τα πρόσωπα πιο φωτεινά, η διάθεση ανεβασμένη. Μα, μόνο εγώ τα βλέπω αυτά? Μπορεί ο Ιούνιος να είναι μήνας εξεταστικής, αλλά θα περάσει κι αυτό το βάσανο. Μια εξεταστική δε φτάνει για να σταματήσουμε να ονειρευόμαστε και να έχουμε ελπίδα για κάτι παντοντινό, εστώ κι αν τελειώσει με το τέλος του καλοκαιριού.
Είναι καλοκαίρι και το ωραίο τώρα αρχίζει. Πολλοί από εμάς γεμίζουμε με αισιοδοξία και θέλω να πιστεύω ότι τίποτα δε θα μας γαμήσει τη ψυχολογία. Κι αν γίνει κάτι στραβό? Και τι έγινε? Είναι καλοκαίρι ρε και όλο και κάτι ευχάριστο θα σου συμβεί. Χαμόγελα ρε και βγες στους δρόμους, με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Σκέψου όλα όσα έκανες τα προηγούμενα καλοκαίρια, σκέψου τι θέλεις να κάνεις αυτό το καλοκαίρι και χαμόγελα. Ένα χαμόγελο κάνει τα αδύνατα να μοιάζουν δυνατά.
Είναι καλοκαίρι ρε και φέτος θα έχουμε το καλοκαίρι που δεν είχαμε ποτέ και το ποθούμε... Θέλω να ξαναπάω σε μια ατελείωτη παραλία και να αράζω με φίλους, εχοντας στο μυαλό μας ότι κι αύριο μέρα είναι, θέλω να ξαναπάω για σερφ και το βράδυ να αράζω με τα υπόλοιπα λοκάλια υπό το φως της φωτιάς, θέλω να ξαναπιώ ψημένη ρακή υπό τους ήχους του μπουζουκιού κάποιου τραγουδοποιού, θέλω να ξανακάνω βουτιές τύπου "είμαι ο σούπερμαν". Και το σημαντικότερο, θέλω ξανά το καλοκαίρι εκείνο που πέρασα μαζί σου κοριτσάκι μου, που μας έκανε να νοιώθουμε πιο ελεύθεροι απ'τους ελεύθερους, να νοιώθουμε ότι οι διακοπές μας δε θα τελειώσουν ποτέ.
Είτε ισχύουν όλα αυτά είτε παραείμαι τρελός για να νομίζω ότι κάθε καλοκαίρι νοιώθω ελεύθερος να πετάξω σαν πουλί... Αλλά μ'αρέσει να νοιώθω έτσι. Μ'αρέσει να νοιώθω ότι όλα θα συμβούν.
Και μην τολμήσει να έρθει κανείς να μου γαμήσει τη διάθεσή μου γιατί μάλλον δεν ξέρει τι σημαίνει να ζεις το καλοκαίρι των ονείρων σου.