26.7.11

What happens after a great day?


Είναι μεσημέρι, ο ήλιος καίει, η θερμοκρασία είναι στα ύψη κι εμείς λιώνουμε. Λιώνουμε στο σπίτι, περιμένοντας να μας μαζέψουν για να πάμε σε κάποια παραλία, μπας και δροσίσουμε τα κορμιά μας. Και τέλος, αντι να λιώνουμε σε κάποια ξαπλώστρα, λιώνουμε στον χορό, κάτω απ'τον καυτό ήλιο, φορώντας μόνο το μαγιό μας.
Ναι, είναι άλλο ένα απ'τα καθιερωμένα μεσημεριάτικα πάρτυ της παραλίας. Όσο ανεβαίνουν τα μπιτ, ανεβαίνει και το θερμόμετρο και χοροπηδάμε όλο και περισσότερο. Όλοι με τα μαγιό τους, τα κοριτσάκια με μικροσκοπικά μπικίνι, να λικνίζουν τα κορμιά τους στους ρθμούς του ντι τζέι, τα αγοράκια να τα χαζεύουν και να προσπαθούν να βρουν τροπους για να την πέσουν στα κοριτσάκια και τους μπάρμεν και μπαργούμεν να ετοιμάζουν πυρετοδώς δροσιστικά κοκτέιλς και να βρέχουν τους θάμωνες με νεροπίστολα.
Κάπου εκεί, μια παρέα τα κάνει πουτάνα όλα, λιώνοντας στον χορό και κάπου εκεί, παραπέρα, μια άλλη παρέα μπλέκεται με την πρώτη παρέα, για να συμμετάσχουν κι αυτοί στο λιώσιμο. Τα σφηνάκια ρέουν άφθονα αλλά δεν είναι αρκετά για να σε σταματήσουν. Κάπου ανάμεσα σε όλο αυτό το μπλέξιμο, ένα κοριτσάκι με ένα μικροσκοπικό λευκό μπικίνι λικνίζεται σέξυ και σηκώνει τα χέρια ψηλά, λίγο παραδίπλα ένα αγοράκι χορεύει κι αυτό και οι δυο τους, εμφανώς εκστασιασμένοι απ'την ατμόσφαιρα, μπλέκονται μεταξύ τους και αρχίζουν να λικνίζονται ο ένας στους ρυθμούς του άλλου.
Ο ήλιος αρχίζει να δύει σιγά σιγά αλλά εσείς δε λέτε να ξεκολλήσετε ο ένας απ'τον άλλον, τα κορμιά σας έχουν σχηματίσει μια τέλεια κόλλα ανάμεσά σας και τα χέρια σας έχουν τυλίξει το σώμα του άλλου. Μόνο όταν νύχτωσε αποφασίσατε ότι τα ωραία πραγματα τελειώνουν κάποια στιγμή και δώσατε ραντεβού για το επόμενο πάρτυ.
Επέστρεψες σπίτι και νιώθεις χαρούμενος επειδή πέρασες τόσο καλά. Ήταν η πρώτη φορά που πέρασες τόσο καλά σε πάρτυ, μετά από καιρό. Μετά από χρόνια για την ακρίβεια.
Την επόμενη μέρα κάθεσαι και χαζεύεις τις φωτογραφίες που τραβήξατε σε εκείνο το πάρτυ. Φαίνεσαι σαν το χαρούμενο παιδάκι που τον πήγαν στο λούνα πάρκ για πρώτη φορά. Κοιτάς εκείνο το χαρούμενο παιδάκι και χαμογελάς σα το χαζό. Ανυπομονείς για το επόμενο πάρτυ, ανυπομονείς να λιώσεις ξανά, ανυπομονείς να δεις ξανά το κοριτσάκι εκείνο με το μικροσκοπικό λευκό μπικίνι, ανυπομονείς να κολλήσεις το κορμί σου στο δικό της.
Αλλά φεύγεις για διακοπές... Χωρίς να ξέρεις τι θα σε περιμένει εκεί που θα πας. Τελικά όλα τα όμορφα πράγματα συμβαίνουν εκεί που δεν το περιμένεις. Κι εκεί που θα πας δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί.

21.7.11

Θαυμασμός


Είναι ξημερώματα κι εγώ περπατώ στα σκοτεινά σοκάκια γύρω απ'την Ακρόπολη. Ο βράχος βρίσκεται πάντα εκεί φωτεινός και προκαλεί δέος, κάνοντάς με να φαίνομαι λίγος. Ποιός είμαι εγώ για να αδιαφορήσω μπροστά στο δέος? Ποιός είμαι εγώ για να αδιαφορήσω μπροστά σε ο,τιδήποτε προκαλεί θαυμασμό? Ποιός είμαι εγώ για να αδιαφορήσω σε ο,τιδήποτε με γοητεύει?
Περπατώ και κάθε λίγο κοιτάω την Ακρόπολη. Αν κάτι σου προκαλεί θαυμασμό, δεν είναι δυνατόν να αδιαφορήσεις. Σε προκαλεί να το κοιτάς κάθε λίγο, να το θαυμάζεις. Όπως όλα τα θαυμάσια πράγματα σε τούτο το κόσμο που σε προκαλούν να τα χαζεύεις. Όσες φορές κι αν τα έχεις δει, όσα χρόνια και να έχουν περάσει απ'την τελευταία φορά που είδες κάτι θαυμάσιο, η φορά που το ξαναβλέπεις είναι γλυκιά.
Η Ακρόπολη, όπως και όλα τα θαυμάσια πράγματα του κόσμου, βρίσκεται εκεί, στην ίδια θέση εδώ και αιώνες, περίφανη. Τα σημάδια του χρόνου είναι εμφανή, αλλά είναι "άφθαρτη". Μια ολόκληρη ιστορία κρύβεται μέσα της και δεν είναι δυνατόν να την αγνοήσεις.
Περπατώ σιωπηλά και σκύβω το κεφάλι κάτω. Νοιώθω λίγος. Όπως όλα τα πράγματα που προκαλούν θαυμασμό και σε κάνουν να νοιώθεις λίγος, έτσι κι αυτή τη φορά νοιώθεις το ίδιο, μόνο που δεν ήταν μόνο η Ακρόπολη.

Έτσι συμβαίνει και όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο θαυμάσιο, που σε προκαλεί να τον χαζεύεις, είτε για την ομορφιά του, είτε για τα λόγια του, είτε για την προσωπικότητά του. Όσα χρόνια και να περάσουν, ο άνθρωπος εκείνος θα συνεχίζει να προκαλεί το θαυμασμό σου, γιατί είναι ο άνθρωπος που ήταν πάντα. Και αν τύχει να τον ξαναδείς μετά από χρόνια, η στιγμή εκείνη θα είναι γλυκιά.

14.7.11

Ανόητες [καλοκαιρινές] αγάπες


Σε φαντάζομαι γυμνή, με το στέρνο μου να ακουμπά την πλάτη σου, το χέρι σου τυλιγμένο γύρω απ'το λαιμό μου, το χέρι μου περασμένο στο βρεγμένο βρακάκι σου, να ανασάνεις βαριά και να ανατριχιάζω, να πιπιλίζω το λαιμό σου και να ανατριχιάζεις. Και πριν το καταλάβουμε να βρεθούμε στο κρεβάτι, να λικνιζόμαστε ρυθμικά και να τελειώνουμε μεσα σε τόνους ιδρώτα που χύθηκαν. Τα σεντόνια είναι βρεγμένα κι εμείς αποκοιμηθήκαμε.
Τούτες οι καυτές οι νύχτες είναι για σένα κοριτσάκι μου.
Τούτες οι καυτές οι νύχτες είναι αφιερωμένες στις ανόητες αγάπες.
Και τούτες τις καυτές νύχτες θα τις περάσουμε με μια ανόητη αγάπη... Θα είσαι εσύ πάλι ή κάποια άλλη που αναζητά κι αυτή μια ανόητη αγάπη για τούτες τις καυτές νύχτες? Θα είμαι εγώ πάλι ή κάποιος άλλος που αναζητά κι αυτός μια ανόητη αγάπη για τούτες τις καυτές νύχτες?

Είναι καλοκαίρι ρε, κάντε αγάπη ρε κι ας είναι ανόητη, από Σεπτέμβρη πάλι θα ξαναγυρίσουμε στην προσπάθεια της αληθινής αγάπης. Είναι καλοκαίρι ρε, πάμε να κολυμπήσουμε γυμνοί και να αποκοιμηθούμε στην παραλία κάτω απ'τα άστρα του Αυγουστιάτικου ουρανού.

11.7.11

Αγάπη, έρωτας, εγωισμός


Αν η αγάπη και ο έρωτας είναι τα πιό εγωιστικά πράγματα στον κόσμο, τότε γιατί αγαπάμε κι ερωτευόμαστε? Για τους εαυτούς μας και μόνο? Αγαπάμε για να έχουμε το συναίσθημα της αγάπης κι ερωτευόμαστε για να έχουμε αντίστοιχα το συναίσθημα του έρωτα. Οκ, εμένα δε μου ακούγεται και πολύ δίκαιο άσχετα αν έτσι είναι στην πραγματικότητα.
Έχω δει ανθρώπους να αγαπάνε άλλους, για να γεμίσουν το κενό που νοιώθουν στην αγάπη. Έχω δει ανθρώπους να ερωτεύονται άλλους, για να γεμίσουν το κενό που νοιώθουν στον έρωτα. Έχω δει ανθρώπους που νοιώθουν την αγάπη και τον έρωτα να τους έχουν εγκαταλείψει, να ψάχνουν κάπου να τα αναπληρώσουν.
Οι ίδιοι άνθρωποι, αγαπάνε και όταν πάρουν όση αγάπη χρειάζονται, φεύγουν χωρίς κανέναν λόγο. Οι ίδιοι άνθρωποι, ερωτεύονται και όταν πάρουν όσο έρωτα χρειάζονται, φεύγουν χωρίς κανέναν λόγο. Και οι ίδιοι άνθρωποι που νοιώθουν την αγάπη και τον έρωτα να τους έχουν εγκαταλείψει, τα εγκαταλείπουν κι αυτά μετά από κάποιο καιρό γιατί δεν έχουν μάθει να ζουν με αυτά.
Λογικό συμπέρασμα να φεύγουν αν βρήκαν κάτι άλλο για να αγαπήσουν κι ερωτευτούν, αλλά όταν η αγάπη και ο έρωτας που άφησαν πίσω τους, μείνει με την απορία, την απογοήτευση και το θυμό?
Με έχουν εγκαταλείψει αλλά δεν θα πάψω να ψάχνω αγάπη κι έρωτα στα φθαρμένα απ'τους περαστικούς μονοπάτια. Κι εσύ αν μάθεις πώς σε ψάχνω, δώσε μου ένα σημάδι για να σε βρω...

2.7.11

Πέτρος και Νίκη, ep. 6


Ξύπνημα στο όνειρο

Οι μέρες περνάνε, η Νίκη παραμένει η πανέμορφη κοιμώμενη, με τους γονείς της πάντα δίπλα της και ο Πέτρος πηγαινοέρχεται. Είναι καλοκαίρι, ο ήλιος καίει, τα πεζοδρόμια λιώνουν απ'τη ζέστη, ο κόσμος πηγαίνει στις παραλίες όποτε βρίσκει χρόνο αλλά ο Πέτρος πηγαίνει στο νοσοκομείο. Ένα πρωινό ξυπνά απότομα, λες και έβλεπε εφιάλτη, το κρεβάτι του είναι μούσκεμα απ'τον ιδρώτα και τα χέρια του τρέμουν. Στον εφιάλτη που έβλεπε, η Νίκη είχε πεθάνει μέσα στα χέρια του, μέσα στο νοσοκομείο. Είχε πεθάνει, πριν καν προλάβει να της μιλήσει, να του μιλήσει, να τη δει να του χαμογελά. Δεν πέρασαν κάμποσα λεπτά μέχρι να καταλάβει ότι τέτοια όνειρα ίσως είναι φωνούλες από μέσα του που του λένε ότι δε θα συμβεί, μιας και ο μεγαλύτερος φόβος του είναι να τη χάσει, να μην τη ξαναδεί. Και ο φόβος παρουσιάζεται στα όνειρα, για να μάθει να τον αντιμετωπίζει.
Αφού ξεπερνά το πρώτο ψυχολογικό σοκ, ετοιμάζεται για τη καθιερωμένη πρωινή του επίσκεψη στο νοσοκομείο. Σήμερα έχει μια περίεργη διάθεση, απ'αυτές που δεν καταλαβαίνεις αν είναι καλό ή κακό. Στο δωμάτιο της Νίκης, βρίσκει τους γονείς της και τη Νίκη πάντα εκεί, σαν την ωραία κοιμώμενη του παραμυθιού. Το δωμάτιό της είναι ένα απλό δωμάτιο ανάρρωσης, καθώς είχε βγει απ'την εντατική. Οι γονείς της φαίνονται χαρούμενοι και του φαίνεται περίεργο, αλλά η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Η μαμά της του λέει αμέσως τα νέα.
- Χθες το βράδυ, αφού έφυγες, ξύπνησε για λίγο και θυμόταν σχεδόν τα πάντα. Λίγο πριν ξυπνήσει, ψέλλιζε το όνομά σου, λες και σε έβλεπε στο όνειρό της. Αμέσως ήρθαν οι γιατροί και μίλησαν για θαύμα. Είναι δυνατή κοπέλα η Νίκη. Τώρα κοιμάται, χρειάζεται ξεκούραση. Αν όλα πάνε καλά, όταν ξυπνήσει θα βγει.
Τα λόγια αυτά γέμισαν χαρά και συγκίνηση στον Πέτρο. Εκείνος ο εφιάλτης που είδε το πρωί, ήταν για να αντιμετωπίσει το φόβο του. Κάθεται δίπλα της, της πιάνει το χέρι και μένει να τη χαζεύει. Οι γονείς της, εμφανώς ανακουφισμένοι, βγαίνουν απ το δωμάτιο, να ξεσκάσουν. Ξέρουν ότι ο Πέτρος είναι μαζί της και όλα θα πάνε καλά.
Τα λεπτά περνάνε, ο Πέτρος εξακολουθεί να της κρατά το χέρι της, που του φαντάζει πιό θερμό από ποτέ, χαϊδεύει τα μακριά ξανθά μαλλιά της και χαμογελά. Της δίνει ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο κι εκείνη ξυπνά, έχοντας το ύφος μιας κοπέλας που ξυπνά γλυκά και χαρούμενα. Για μια στιγμή, στάτισε, έμεινε να την κοιτά και η Νίκη έκανε το ίδιο. Έμειναν να κοιτάζονται για λίγο, δεν είχαν καταλάβει τι συνέβη, ο Πέτρος έβλεπε μπροστά του τη Νίκη να τον κοιτά, η Νίκη έβλεπε μπροστά της τον Πέτρο να την κοιτά, ο ένας χαϊδεύει τα μαλλιά του άλλου. Σηκώνεται απ'το κρεβάτι για να κάτσει, με εκείνον να μένει όρθιος, μπροστά της και αγκαλιάζονται σφιχτά, όπως η μαμά αγκαλιάζει το παιδί της που επέστρεψε απ'τον πόλεμο ζωντανός. Δάκρυα χαράς ξεσπάνε κι απ'τους δυο και μένουν στην αγκαλιά, λες και τους δίνει ζωή.
Η αγκαλιά τους φαίνεται αιώνια αλλά όπως όλα τα πράγματα, έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσουν. Τραβιούνται, με τα μάτια τους να διασταυρώνονται και ο ένας να χαϊδεύει τα μαλλιά του άλλου. Η στιγμή είναι μάλλον αμήχανη, μιας και δεν μπορούν να αρθρώσουν τίποτα. Μένουν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, λες και θέλουν να συμπληρώσουν τα χρόνια που δεν έβλεπε ο ένας τον άλλον. Οι γονείς της Νίκης δεν άργησαν να εμφανιστούν αλλά έμειναν συγκινημένοι απ'το θέαμα. Δεν ήθελαν να τους διακόψουν, μέχρι που η Νίκη τους είδε και πήγε να τους αγκαλιάσει, θέλοντας έτσι να εκφράσει την ευγνωμοσύνη που την έφεραν Ελλάδα, παρά το ταλαίπωρο, αναπάντεχο και παραλίγο τραγικό ταξίδι. Για τη Νίκη, το ταξίδι λίγη σημασία είχε, μιας και το πρώτο που ήθελε ήταν να έρθει εδώ. Κι ο Πέτρος έμεινε να τους κοιτά που αγκαλιάζονται. Η Νίκη πρέπει να μείνει στο νοσοκομείο για κάποιες ώρες ακόμη, για τις τυπικές εξετάσεις κι αφού χαιρέτησε τον Πέτρο με μια ακόμη αγκαλιά, του ψελλίζει "πέρνα αύριο το πρωί απ'το πάρκο στην Πλάκα, θα είμαι εκεί", τα πρώτα λόγια της απ'την στιγμή που τον ξαναείδε κι ο Πέτρος αποχωρεί με ένα βαθύ χαμόγελο, αφού απάντησε "θα είμαι εκεί".
Η επόμενη μέρα ξημερώνει και η Νίκη πετάγεται απ'το κρεβάτι. Μένει να κοιτάζει τον ουρανό απ΄το παράθυρο του διαμερίσματος του θείου της στο Κολωνάκι. Οι γονείς της, όποτε έρχονται Αθήνα, μένουν εδώ. "Είναι ωραία μέρα" σκέφτεται, φοράει ένα απ'τα λευκά της δαντελωτά φορέματα, από εκείνα που συνήθιζε να φορά όταν έβγαινε με τον Πέτρο πριν χρόνια, μόνο που είναι πιο μεγάλο και βγαίνει βόλτα. Θέλει να είναι στην ώρα της στο πρώτο ραντεβού της με τον Πέτρο, μετά από χρόνια, στο μέρος που είχαν περάσει τις περισσότερες ώρες μαζί. Φτάνει στην Πλάκα, προσπερνά αδιάφορα το πατρικό της και φτάνει στο πάρκο. Θέλει τόσο πολύ να τον δει, που προσπερνά αδιάφορα όλα τα υπόλοιπα. Κάθεται στο συνηθισμένο παγκάκι, στο ίδιο που κάθονται κάθε φορά και περιμένει. Μετράει τα λεπτά που περνάνε και η καρδιά της χτυπά γρήγορα. "Μήπως ήρθα νωρίς? Μήπως δε θα έρθει?". Σκέψεις που την ανησυχούν αλλά τη θέση της ανησυχίας την πήρε η αισιοδοξία. "Θα έρθει..." Λίγα λεπτά αργότερα, βλέπει μια φιγούρα να την πλησιάζει, μια αντρική φιγούρα με μελαχρινές μπούκλες, να περπατά προς το μέρος της κι εκείνη σηκώνεται μηχανικά και περιμένει. Την πλησιάζει, αργά αλλά σταθερά, κοντοστέκει και της πιάνει το χέρι ενώ με το άλλο χέρι του χαϊδεύει τα μαλλιά της και μένει να κοιτά τα μάτια της. Θέλει τόσο πολύ να της δώσει ένα φιλί αλλά φοβάται και διάλεξαν να κάτσουν, παρά να μείνουν εκεί, όρθιοι, να χαζεύουν ο ένας τον άλλον σα χαζά παιδιά.
- Γειά σου Νίκη. Πώς αισθάνεσαι?
Η Νίκη δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη. Μένει να κοιτάει τα μάτια του, της φαντάζουν πιό μεγάλα, πιό όμορφα, πιό εκφραστικά και πιό συναισθηματικά από ποτέ. Του χαμογελάει αμήχανα και το μόνο που καταφέρνει είναι να ψελλίσει ένα "αισθάνομαι υπέροχα, σε ευχαριστώ". Δεν μπορεί να πιστέψει ότι μπροστά της βρίσκεται ο Πέτρος, το μικρό παιδί που είχε αγαπήσει όσο κανέναν άλλον όταν ήταν μικρή. Μπροστά της βλέπει ένα μικρό παιδί που έγινε ο πιο όμορφος νεαρός άντρας του κόσμου.
- Έλα Νίκη, μίλα μου! Μην κάθεσαι έτσι σαν το χαζό! Ο Πέτρος της χαμογελά και την χαϊδεύει τον ώμο της. Χαμογελά κι εκείνη. Ξέρει.
- Πέτρο... Συγγνώμη που δεν μπορώ να μιλήσω, αλλά ξέρεις τώρα, απλά χαίρομαι.
- Κι εγώ χαίρομαι. Χαίρομαι που βλέπω μπροστά μου το κοριτσάκι, έτσι ακριβώς όπως το άφησα, με αυτό το δαντελωτό φόρεμα... Αλήθεια ακόμη σου κάνει? Η Νίκη γέλασε.
- Χαχα, όχι Πέτρο μου! Απλά μοιάζει πολύ με αυτό που θυμάσαι. Σ'αρέσει, ετσι?
- Ναι, μου αρέσει... Μου θυμίζει εσένα πριν εννέα χρόνια ακριβώς. Δεν έχεις αλλάξει.
Η Νίκη χαμογελά και μη έχοντας κάτι άλλο να πει, τον τραβά και τον αγκαλιάζει. Το αγκάλιασμα της φαντάζει τόσο οικείο, που δε θέλει να ξεκολλήσει. Τον αγκαλιάζει και ξεσπά στα κλάμματα. Την αγκαλιάζει κι αυτός σφιχτά και της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά της. Προσπαθεί να την ηρεμίσει λέγοντας της ότι πλέον όλα θα πάνε καλά. Τραβάει το πρόσωπό του απ'τον ώμο της και διασταυρώνει το βλέμμα του με το δικό της. Εξακολουθεί να φοβάται να τη φιλήσει. Κι εκείνη φοβάται και το διαπιστώνει απ'τα μάτια της που είναι χαρούμενα και φοβισμένα μαζί. Αλλά δεν τους νοιάζει, έχουν ξαναβρεί ο ένας τον άλλον κι αυτό τους φτάνει.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν όμορφα, γνωρίζοντας ξανά ο ένας τον άλλον και το καλοκαίρι πλησιάζει στο τέλος. Μια μέρα που ανέβηκαν στην ταράτσα του πατρικού της Νίκης και ξάπλωσαν χαζεύοντας τον ουρανό, ο Πέτρος πήρε θάρρος. Η Νίκη κάνει πως σηκώνεται από χάμω, αλλά ο Πέτρος την κρατάει.
- Νίκη, περίμενε.
Η Νίκη, που βρίσκεται πάνω απ'το κεφάλι του, κοντοστέκεται και απορεί.
- Τι συμβαίνει?
- Πέρίμενε λίγο. Έλα εδώ, έλα πιο κοντά, χαμήλωσε λίγο. Της χαμογελάει και πιάνει το πρόσωπο της και το φέρνει κοντά στο δικό του.  Η Νίκη μάλλον κατάλαβε.
- Μπορεί να μετανοιώσω γι'αυτό που θα κάνω, αλλά το περίμενα εδώ και πολύ καιρό. Βασικά εδώ και πολλά χρόνια.
Η Νίκη τώρα είναι σίγουρη. Κοιτά κι αυτή τα χείλη του, σκύβει το κεφάλι της και τον φιλά παθιασμένα. Το πρώτο τους φιλί φαντάζει αιώνιο και είναι το πιό παθιασμένο φιλί του κόσμου, μεταξύ δυο παιδιών που είχαν ερωτευτεί ο ένας τον άλλον εδώ και χρόνια αλλά ήταν μικροί για να ξέρουν τι σημαίνει έρωτας. Μετά ξαπλώνει δίπλα του και χαϊδεύει το στέρνο του, ενώ ο Πέτρος την κρατά στν αγκαλιά του. Αφηνονται στην γαλήνη της στιγμής.
Ο Πέτρος και η Νίκη ήταν δυο παιδιά νεκρά που ξαναζωντάνεψαν στο όνειρο, το δικό τους όνειρο.

ΤΕΛΟΣ

1.7.11

Πέτρος και Νίκη, ep. 5


Επιστροφή στην πατρίδα

Eίναι ένα παγερό συννεφιασμένο πρωινό στη Μελβούρνη της Αυστραλίας και η Νίκη με τους γονείς της περιμένουν υπομονετικά στο αεροδρόμιο την πτήση για Σιγκαπούρη. Εκεί θα αλλάξουν αεροπλάνο για Αθήνα. Πρώτη φορά ταξίδευε τόσο μακριά και είχε άγχος. Πώς θα περάσουν 20 ολόκληρες ώρες, μαζί με την αναμονή για ανταπόκριση? Έχει μια τσάντα γεμάτη βιβλία κι ένα κινητό γεμάτο τραγούδια, μήπως και σκοτώσει το χρόνο της. Στην αίθουσα αναμονής, συζητά με τους γονείς της και μιλάνε για την Αθήνα. Θέλει τόσο πολύ να μάθει, μιας κι έχει να πάει εννέα ολόκληρα χρόνια. Εννέα καλοκαίρια έχουν περάσει από τότε που την άφησε. Τα μόνα πράγματα που θυμάται με μεγάλη ακρίβεια ήταν το πάρκο στην Πλάκα, που πήγαινε με τον Πέτρο, η αυλή του σπιτιού του, η Διονύσου Αρεοπαγείτου, το Σύνταγμα, το Ζάππειο, ο Εθνικός κήπος, το Θησείο. Τα θυμάται ίσως επειδή πήγαινε με τον Πέτρο. Για εκείνη, ήταν αναμνήσεις υπέροχες που τις ξαναθυμήθηκε απ'τη στιγμή που άρχισε να αλληλογραφεί μαζί του. Αναμνήσεις με τους δυο τους να τρέχουν πάνω κάτω στην Αρεοπαγείτου, να ξεκουράζονται στο Θησείο, να αγοράζουν παγωτά από έναν παγωτατζή στο Ζάππειο, να ταϊζουν τις πάπιες στη λιμνούλα του κήπου, να παίζουν στο πάρκο και στην αυλή του σπιτιού. Είναι συγκινημένη αλλά προσπαθοεί να μην το δείχνει.
Η ώρα είναι δέκα το πρωί κι απ'το μεγάφωνο ακούγεται μια ευγενική φωνή που ειδοποιούσε τους επιβάτες να εισέλθουν στην πύλη για Σιγκαπούρη. "Είναι η πτήση μας", μουρμουρίζει η Νίκη και σηκώνεται βιαστικά και φτάνει στην πύλη χοροπηδώντας. "Σε 20 ώρες θα τον δω", ξαναμουρμουρίζει και χαμογελάει. "Μάλλον σκέφτεται δυνατά", μουρμουρίζουν οι γονείς της.
Στην Αθήνα ο Πέτρος κοιμάται του καλού καιρού. Είναι ξημερώματα ακόμη και το πρώτο φως κάνει δειλά δειλά την εμφάνιση του. Ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι διαπερνά το κορμί του κι εκείνος στριφογυρίζει στο υπέρδιπλο κρεβάτι του και αγκαλιάζει το μαξιλάρι του. Χαμογελούσε, σα να βλέπει ένα ευχάριστο όνειρο. Λίγες ώρες μετά, ξύπνάει μες στη καλή χαρά, ανοίγει το παράθυρο και τεντώνεται χαμογελώντας, σα να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Χτυπάει και το τηλέφωνο.
- Γεία σου Πέτρο, τι κάνεις? Είμαι Σιγκαπούρη και περιμένω την πτήση για Αθήνα. Σε καμιά ώρα πετάμε. Υπολογίζω να είμαι εκεί το βράδυ.
- Καλημέρα Νίκη μου. Μια χαρά είμαι, μόλις ξύπνησα, εσύ? Ελπίζω να μην σε κουράζουν τα μεγάλα ταξίδια!
- Ωχ, ξέχασα ότι είναι πρωί εκεί. Σε ξύπνησα? Αλήθεια, το είχα ξεχάσει... Συγγνώμη.
- Όχι, όχι, δεν με ξύπνησες. Απλά έτυχε να ξυπνήσω πριν λίγη ώρα και μάλιστα ευδιάθετος. Και μόλις μου έφτιαξες ακόμη περισσότερο τη μέρα μου.
Χαμογελάει στο τηλέφωνο σα χαζός. Αλλά δεν τον νοιάζει.
- Ωραία. Σε κλείνω γιατί οι κλήσεις απ'το εξωτερικό έχουν μεγάλη χρέωση. Θα σου ξανατηλεφωνήσω όταν φτάσω. Να έχεις μια όμορφη μέρα.
Χαμογελάει κι εκείνη στο τηλέφωνο σα χαζή. Αλλά δεν τη νοιάζει.
Μια όμορφη μέρα ξεκινά και ο Πέτρος για πρώτη φορά κάνει δουλειές του σπιτιού. Η μαμά του δεν πιστεύει στα μάτια της. Είχαν περάσει χρόνια απ'την τελευταία φορά που την βοήθησε σε κάτι, σήμερα όμως έχει μια περίεργη διάθεση να κάνει δουλειές. Άρχισε να καταλαβαίνει, ότι αυτή η περίεργη διάθεση του Πέτρου είναι επειδή έρχεται η Νίκη σήμερα. Χαιρόταν που έβλεπε το γιό της να πλένει, σκουπίζει, σφουγγαρίζει, μεγειρεύει. Ο Πέτρος θυμόταν ότι του είχε μάθει να μαγειρεύει μακαρόνια με κιμά.
Λίγες ώρες έχουν απομείνει μόνο για να φτάσει η πτήση από Σιγκαπούρη και ο Πέτρος θέλει να τσεκάρει την ακριβή ώρα άφιξης. Θέλει να είναι στο αεροδρόμιο στην ώρα του, να την περιμένει, αδιαφορώντας το ότι είναι με τους γονείς της. "Και τι έγινε, αφού με ξέρουν από τόσο δα", σκέφτηκε. Φοράει ένα απ'τα στενά παντελόνια του, απ'αυτά που φοράει πάντα, ένα κοντομάνικο μπλουζάκι που είχε αγοράσει για πέντε ευρώ και τα αγαπημένα του φθαρμένα σταράκια και φεύγει βιαστικά για το αεροδρόμιο. Αναρωτιέται πώς θα είναι το γούστο της Νίκης αλλά μετά σκέφτεται ότι δε θα έχει καμιά απολύτως σημασία. Στο αεροδρόμιο, στέκεται σαν άγαλμα μπροστά απ'τον πίνακα των αφίξεων και κάνει περίεργους συνειρμούς. Συνειρμούς βλακώδεις, από εκείνους που κάνουν όσοι περιμενουν με αγωνία κάτι που θα τους αλλάξει τη ζωή τους. Θέλει να σκοτώσει το χρόνο του, να πάψει να σκέφτεται υπερβολικά και βγαίνει έξω να καπνίσει, να χαλαρώσει.
Ένας δυνατός και φριχτός ήχος διακόπτει το χαλάρωμα απ'το τσιγάρο. Ο Πέτρος αρχικά δε δίνει σημασία γιατί πάντα σπάζοταν απ'τους ήχους των μεγαφώνων αλλά γρήγορα δίνει προσοχή, μιας και τα μεγάφωνα λένε για την πτήση από Σιγκαπούρη. "Η πτήση προσγειώθηκε αναγκαστικά στη Ρόδο λόγω τεχνικού προβλήματος. Οι επιβάτες είναι καλά και αναμένεται να αφιχθούν στην Αθήνα με άλλη πτήση". Σχεδόν πάγωσε. Είχε ξαναταξιδεψει με αεροπλάνο και όσες φορές ταξίδεψε, δεν παρουσιάστικε το παραμικρό πρόβλημα. Ψάχνει το κινητό του για να βρει το τηλέφωνο της Νίκης, να της τηλεφωνήσει.
- Νίκη, Νίκη, έλα σήκωσέ το...
Μετά από κάμποσα λεπτά και κάμποσες προσπάθειες το σηκώνει η μαμά της.
- Παρακαλώ?
- Εμ... Είστε η μαμά της Νίκης? Είμαι ο Πέτρος. Η Νίκη είναι καλά? Είστε όλοι σας καλά? Ξέρετε, άκουσα για την πτήση σας και ανησύχησα.
- Γεία σου Πέτρο παιδί μου. Τώρα είμαστε μια χαρά, μόνο που αναγκαστήκαμε να προσγειωθούμε, επειδή ο εξαερισμός της καμπίνας έβγαζε καπνούς, ενώ μπαίναμε στον εναέριο χώρο της Ελλάδας. Προσγειωθήκαμε στη Ρόδο και λένε πως θα μας πάνε Αθήνα με άλλη πτήση.
- Η Νίκη? Η Νίκη είναι καλά?
- Τώρα είναι μια χαρά. Απλά είχε λιποθυμήσει στο αεροπλάνο. Τώρα κάθεται δίπλα μου και ξεκουράζεται.
- Μου τη δίνετε σας παρακαλώ?
- Παιδί μου λυπάμαι, αλλά κοιμάται και δε θέλω να τη ξυπνήσω. Έχει ανάγκη από ξεκούραση, το ταξίδι την κούρασε, καταλαβαίνεις, έτσι? Θα της πω όμως ότι της τηλεφώνησες και θα σου τηλεφωνήσει.
- Καλώς... Συγγνώμη που πήρα έτσι απότομα αλλά τρελάθηκα.
- Μη απολογείσαι παιδί μου, σε καταλαβαίνω. Και η Νίκη μιλούσε για σένα σε όλη τη πτήση. Σε κλείνω. Να προσέχεις παιδί μου, όλα θα πάνε καλά, να το ξέρεις.
Ο Πέτρος τραβάει το κινητό του απ'το αυτί του και μένει να το κοιτάει. Δεν ξέρει αν πρέπει να μείνει στάσιμος ή να χαμογελάσει, τώρα που ξέρει ότι όλοι είναι καλά. Στο τέλος χαμογέλασε και βγαίνει να κάνει κι άλλο τσιγάρο. Τραβάει την πρώτη τζούρα, φυσάει τον καπνό και ο καπνός σχημίζει μια μορφή, μορφή που του θύμισε τη Νίκη, εστώ κι αν έμοιαζε περισσότερο με μια γκρι μπάλα. Αυτή τη φορά το απόλαυσε.
Λίγα λεπτά αγότερα, ακούγεται πάλι το μεγάφωνο. "Οι επιβάτες από Σιγκαπούρη επιβιβάστηκαν σε άλλο αεροπλάνο και αναμένεται να φτάσουν σε μια ώρα περίπου". Στο άκουσμα, ο Πέτρος κάθεται ήσυχος και συνεχίζει το τσιγάρο. Τι θα κάνει αυτή τη μια ώρα μέχρι να έρθουν? Αρχίζει να περπατά πέρα δώθε στο επίπεδο αφίξεων νευρικά, σταματώντας στα καταστήματα αφορολόγιτων είδων, να χαζέψει καμιά βιτρίνα, να περάσει ο χρόνος. Η μια ώρα περνάει και η καρδιά του χτυπάει δυνατά. Στέκεται σαν άγαλμα στην έξοδο των επιβατών και περιμένει. Περνάει ένα λεπτό, περνάνε δυο λεπτά, τρία λεπτά, περνάει και το δέκατο λεπτό. Τίποτα. Ξαφνικά ακούγεται ένας δυνατός κρότος και προέρχεται απ'έξω, έξω απ'το αεροδρόμιο και αμέσως ακολουθεί η ανακοίνωση απ'τα μεγάφωνα. "Η πτήση από Ρόδο έκανε αναγκαστική προσγείωση λίγο πριν φτάσει εδώ. Στο σημείο σπεύδουν πυροσβεστικά και ασθενοφόρα. Ακόμα δεν έχουμε αναφορές για ζημιές", ανακοίνωση που κάνουν τον Πέτρο παγοκολώνα.
Αφού ξεπερνάει το σοκ, βλέπει κόσμο να τρέχει δίπλα του και απορρεί. Δεν αργεί να μάθει και τρέχει κι αυτός, εμφανώς ταραγμένος. Το σημείο είναι αρκετά μακριά για να πας με τα πόδια αλλά δεν τον νοιάζει. Ανεβαίνει κρυφά σε ένα πυροσβεστικό όχημα που περνά από δίπλα του και το μόνο που του απομένει είναι η ελπίδα, ότι θα φτάσει και τα πράγματα θα είναι καλά. Στη διάρκεια της διαδρομής μουρμουρίζει κι εύχεται να μην έπαθαν τίποτα και όλοι να είναι καλά. Φτάνει στο σημείο και βρίσκεται αντιμέτωπος σε ένα πρωτόγνωρο θέαμα γι'αυτόν, καθώς αντικρίζει ένα αεροπλάνο πεσμένο με την κοιλιά στο έδαφος, χωρίς φτερά, αφού έσπασαν κατά τη σύγκρουση, σπασμένα παράθυρα, καπνό και τσουλήθρες. Εκείνες τις τσουλήθρες που έχουν στις πόρτες, για περίπτωση ανάγκης. Ο καπνός έβγαινε απ΄τους κινητήρες στα φτερά, λίγα μέτρα πιο πίσω. Όλοι οι επιβάτες είναι έξω και δέχονται τις πρώτες βοήθειες, κάποιοι πάνω σε φορεία, κάποιοι καθισμένοι, κάποιοι αναζητούν άλλους επιβάτες.
- Τι έγινε εδώ?
- Δεν είχε καύσιμα και έσπασαν οι κινητήρες του αεροσκάφους κι αναγκάστηκαν να προσγειωθούν λίγο πριν φτάσουν. Αυτή είναι η απάντηση που πήρε ο Πέτρος από έναν πυροσβέστη που πέρναγε από δίπλα του, εμφανώς πανικόβλητος, αλλά τον σταμάτησε για να πάρει κάποιες πληροφορίες.
- Είναι όλοι καλά?
- Μέχρι στιγμής έχουμε μερικούς ελαφριά τραυματισμένους, ελάχιστα βαριά και κανέναν νεκρό. Σ'αφήνω τώρα. Ο πυροσβέστης έφυγε όπως ήρθε, τρέχοντας.
Ο Πέτρος, πανικοβλημένος, ψάχνει από δω κι εκεί, μήπως βρει τη Νίκη και τους γονείς της. Βλέπει άτομα με αίματα στο μέτωπο, άτομα με σκισμένα ρούχα κι αίματα από τζάμια που εισχώρησαν στο δέρμα τους, άτομα που κλαίνε αλλά κι άτομα ψύχραιμα. Όλοι τους δέχονται φροντίδες από γιατρούς. Σκέφτεται ότι πρέπει να παραμείνει ψύχραιμος, ότι όλα είναι καλά, μιας και το ατύχημα θα μπορούσε να ήταν χειρότερο. Ακούει έναν γιατρό να λέει "δεν έχουμε νεκρούς παρά μόνο ελάχιστους βαριά τραυματισμένους" και τρέχει να δει ποιοί είναι οι βαριά. Βρίσκει μια πρόχειρη σκηνή που είχε στηθεί για το ιατρείο και ένας γιατρός του δείχνει τη λίστα με τους βαριά τραυματισμένους. Την επεξεργάζεται και το αίμα του παγώνει. Το όνομα της Νίκης βρίσκεται στη λίστα και παρακαλά να του δείξουν που βρίσκεται και τη βρίσκει μέσα σε ένα ασθενοφόρο, ξαπλωμένη και αναίσθητη, με τους γονείς της δίπλα να προσπαθούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα. Πλησιάζει στο μέρος τους, αλλά μένει να στέκεται έξω απ'το ασθενοφόρο, λες και μαρμάρωσε και τη βλέπει, μια πανέμορφη ξανθιά κοπέλα κι έτσι όπως είναι ξαπλωμένη, ο Πέτρος θέλει να της δώσει ένα φιλί, όπως ο πρίγκιπας δίνει το φιλί της αγάπης στη χιονάτη κι εκείνη ξυπνά. Η Νίκη απλά κοιμάται.
Το επόμενο πρωί, αφού ο Πέτρος πήρε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το νοσοκομείο που βρίσκεται η Νίκη, αποφασίζει να πάει να τη δει. Αφού τον κατεύθυναν για την αίθουσα που βρίσκεται, βρίσκει τους γονείς της έξω απ'αυτήν. Στη θέα του Πέτρου, οι γονείς της ξαφνιάζονται και απορρούν.
- Πέτρο, παιδί μου... Έγινες ένας άντρας τώρα... Η μαμά της Νίκης τον αγκαλιάζει και ξεσπά στα κλάμματα. Ο Πέτρος, μη ξέροντας τι να κάνει, τη κρατά στην αγκαλιά του και προσπαθεί να την καθησυχάσει.
- Πείτε μου τι έγινε. Ανησυχώ. Η Νίκη είναι καλά? Εσείς είστε καλά?
- Εμείς τη γλυτώσαμε με μερικά καρούμπαλα. Η Νίκη όμως... Χτύπησε τόσο πολύ που λένε ότι ίσως χάσει τη μνήμη της. Κατά τ'άλλα όμως είναι καλά.
- Δηλαδή? Δε θα θυμάται τίποτα? Μη μου λέτε τέτοια. Τι θα κάνω?
- Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις παιδί μου... Θα περιμένουμε. Είναι δυνατή κοπέλα. Ξέφυγε απ'τα ναρκωτικά, ξέφυγε από ένα παιδί, από έναν... Συγγνώμη. Είναι δυνατή κοπέλα.
- Ε? Έπερνε ναρκωτικά?
Τα ναρκωτικά ήταν κάτι που δεν είχε πει η Νίκη στον Πέτρο. Για αρκετές ώρες οι γονείς της Νίκης έλεγαν στον Πέτρο τι είχε συμβεί με τη Νίκη, από τότε που έμπλεξε με ναρκωτικά, μέχρι τη στιγμή που έχασε τις αισθήσεις της στη σύγκρουση.
Ο Πέτρος όμως ξέρει. Είναι δυνατή κοπέλα η Νίκη. Ήταν εύθραυστη σαν πάγος που λιώνει στις αχτίδες του ήλιου, αλλά το πείσμα της, η θέληση να ξαναδει τον Πέτρο, η θέληση να τον αγκαλιάσει ξανά, νικούσε όλα τα υπόλοιπα. Και ξέρει ότι η Νίκη γνωρίζει ότι βρίσκεται δίπλα της.

Συνεχίζεται...