28.6.11

Πέτρος και Νίκη, ep. 3


Μαραμένο λουλούδι

Η Νίκη, μεγαλώνοντας σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον, σε μια ακριβή γειτονιά της Μελβούρνης της Αυστραλίας, έγινε μια πολύ όμορφη κοπέλα, η πιό όμορφη έφηβη του κόσμου και δεν άργησε να μάθει την αριστοκρατική συμπεριφορά, έτσι όπως αρμόζει στην οικογένειά της. Έπαιζε πιάνο, μάθαινε γαλλικά, έπινε τσάι με τις φίλες της, επίσης αριστοκρατικής καταγωγής. Πήγαινε σε ένα ακριβό γυμνάσιο στα προάστεια της Μελβούρνης, ντυνόταν πάντα με ακριβά ρούχα, επέστρεφε σπίτι με τη μάυρη Μερσεντές του μπαμπά της. Η Νίκη έμοιαζε με ένα λουλούδι που άνθιζε και μύριζε όμορφα και σκορπούσε φως.
Είχε φτάσει πια δεκαπέντε χρονών, όταν μια ηλιόλουστη μέρα του Μάη, βρήκε τους γονείς της να κουβεντιάζουν με τη γιαγιά της. Συζητούσαν για την πιθανότητα να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αλλά η κρίση που περνάει η πατρίδα τους, τους παρακινούσε να παραμείνουν στην Μελβούρνη, μιας και είχαν βολευτεί εδώ. Ο πατέρας της δούλευε σε μια υψηλή θέση σε μια κατασκευαστική εταιρία και η μητέρα της ήταν διευθύντρια ενός ακριβού εστιατόριου της ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης. Αρχικά, η Νίκη αγχώθηκε, γιατί ένοιωθε ότι θα επιστρέψει στο παρελθόν της. Θυμήθηκε τον Πέτρο, που είχε ορκιστεί να βγάλει απ΄το μυαλό της. Και αυτό την τάραζε περισσότερο. Τι θα γινόταν αν επέστρεφε? Γρήγορα όμως τα ξέχασε όλα αυτά κι επέστρεψε στον αριστοκρατικό τρόπο ζωής της, μιας και αποφάσισαν να παραμείνουν στην Μελβούρνη για κάποια χρόνια τουλάχιστον. Ο πατέρας της Νίκης, δεν έκρυψε ποτέ τη νοσταλγία του για την Αθήνα.
Τα καλοκαίρια, οι γονείς της Νίκης επέστρεφαν στην Αθήνα για κάποιες εβδομάδες, για διακοπές, η Νίκη όμως δε φεύγει ποτέ απ'την Αυστραλία. Προτιμά να μένει με τις φίλες της και να προσέχει τη γιαγιά της, που τόσο πολύ αγαπά. Ένα καλοκαίρι που οι γονείς της επέστρεψαν στην Αθήνα, η Νίκη γνώρισε τον Άντυ, έναν σέρφερ, ντόπιο, μελαχρινό και γεροδεμένο με ένα τατουάζ στη πλάτη του. Εκείνη ήταν δεκαπέντε κι εκείνος δεκαεφτά. Ο έρωτάς τους ήταν αστραπαίος και η Νίκη κόλλησε μαζί του. Ο Άντυ είχε την κοπιά ενός γόνου αριστοκράτη, που ήθελε να επαναστατήσει και να ζήσει στις παραλίες, παρέα με τα μεγάλα κύμματα, κάνοντας αυτό που αγαπάει περισσότερο, μετά τη Νίκη φυσικά, το σερφ. Η Νίκη, ερωτευμένη μαζί του πλέον, έφυγε απ'το σπίτι της και έζησε σε μια σκηνή μαζί του, σε μια κοντινή παραλία, διάσημη στους ντόπιους σέρφερς και όχι μόνο.
Στην παραλία, η Νίκη ένοιωθε πλήρως απελευθερωμένη. Από αριστοκράτισσα, μετατράπικε σε μια έφηβη χίπισσα, που ήθελε να ζήσει στα άκρα, αδιαφορώντας για το αύριο. Ξεπαρθενιάστικε απ'τον Άντυ, έζησαν τον απόλυτο έρωτα, ξάπλωναν δίπλα απ'τη φωτιά, καμιά φορά ερχόνταν και οι φίλοι του Άντυ με κάποιες κοπέλες για μεθύσια μέχρι το πρωί. Δοκίμασε τα πρώτα τσιγαριλίκια, τα πρώτα ναρκωτικά. Συχνά, επισκεπτόταν με τον Άντυ και την παρέα του, τον μακαρίτη τον Τζον Λέννον, και κουβέντιαζαν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Σιγά σιγά η παραλία εκείνη έγινε η φωλιά της Νίκης, του Άντυ και της παρέας τους. Κολυμπούσαν, έτρεχαν, τραγουδούσαν, έπιναν, κάπνιζαν, έκαναν όργια. Για τη Νίκη, όλα αυτά άλλαξαν τελείως τον κόσμο της, τον κόσμο που ήξερε μέχρι τώρα κι ένιωθε ωραία. Δεν ήθελε να δραπετεύσει. Μετά γνώρισε και έναν φίλο του Άντυ, τον Μάικ και την κοπέλα του Μάικ, την Κέλλυ και αποφάσισαν να ταξιδέψουν σε ολόκληρη την Αυστραλία, με το μικρό βαν του Μάικ, χωρίς να γνωρίζουν που θα τους βγάλει ο δρόμος. Αποφάσισαν να ταξιδέψουν κι όπου τους βγάλει, ζώντας το καλοκαίρι της αγάπης. Το λουλούδι ζούσε ωραία αλλά άρχισε να μαραίνει.
Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του και η παρέα ήταν κάπου στη βόρεια Αυστραλία, σε μια παραλία. Η Νίκη με την Κέλλυ έβλεπαν τα αγόρια τους να κάνουν σερφ και κουβέντιαζαν. Τα δυο κορίτσια είχαν κολλήσει και καταλάβαιναν η μια την άλλη. Η Κέλλυ καταγόταν κι αυτή από πλούσιους γονείς.
- Κέλλυ, να σου κάνω μια ερώτηση?
- Πες μου Νίκη, ξέρω ότι κάτι σε προβληματίζει.
- Δε νοιώθεις ότι σου λείπει το σπίτι και η πλούσια ζωή? Ωραία όλα αυτά που κάνουμε, να πίνουμε, να καπνίζουμε, να γαμιόμαστε, αλλά δεν έχουν καταντήσει λίγο βαρετά? Κάποια στιγμή πρέπει να επιστρέψουμε, έτσι δεν είναι?
- Ξέρω τι λες. Άκου κορίτσι μου, εγώ έχω ορκιστεί στον εαυτό μου εδώ και καιρό ότι δεν θα επιστρέψω σπίτι μου, γιατί δε μ'αρέσει ο τρόπος ζωής τους, προτιμώ τον ανέμελο τρόπο ζωής του Μάικ. Με καταλαβαίνεις έτσι? Οι γονείς μου με καταπίεζαν κι εγώ δεν το άντεχα άλλο. Έπρεπε να φύγω. Και δεν το μετανιώνω. Εσύ αν νιώθεις την ανάγκη να επιστρέψεις σε όλα αυτά που άφισες πίσω σου, τότε να επιστρέψεις. Να ξέρεις μόνο ότι θα βαρεθείς εκεί.
- Μα ρε Κέλλυ, δεν είναι ότι θα βαρεθώ εκεί. Είναι ότι αγαπώ την οικογένειά μου και τα πάμε καλά. Δε θέλω να τους αφήσω... Να έρχομαι να κάνω διακοπές μαζί σας ναι, αλλά όχι και να αφήσω το σπίτι μου. Δεν ξέρω... Θέλω και να σπουδάσω. Με καταλαβαίνεις?
- Ναι κορίτσι μου. Σε καταλαβαίνω. Δεν θα σε εμποδίσω εγώ. Το θέμα είναι ο Άντυ τι θα πει? Ό,τι και να πει, να κάνεις αυτό που θέλεις, μην μείνεις λόγω του Άντυ. Αυτοί οι άντρες είναι ικανοί να σε πείσουν για όλα. Αχ αυτοί οι άντρες... Να τους πάρει ο διάολος.
Μετά βρήκε τον Άντυ που μόλις είχε βγει απ'τη θάλασσα, κρατώντας τη σανίδα του παραμάσχαλα. Πήγε κοντά του, τον αγκάλιασε, του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί και τον οδηγεί παραπέρα στην παραλία.
- Θέλω να σου πω...
- Τι τρέχει Νίκη μου?
- Δε νομίζεις ότι πρέπει να επιστρέψουμε κάποια στιγμή? Για πόσο θα ζούμε έτσι? Δεν πάει άλλο...
Ο Άντυ νευρίασε.
- Αν θέλεις να επιστρέψεις, να επιστρέψεις. Εγώ θα μείνω εδώ, δε θα μου χαλάσεις το όνειρο. Εσύ φύγε. Φύγε σου λέω.
Ακολούθησε ένας άγριος καυγάς και η Νίκη, κλαίγοντας αλλά και θυμωμένη, μάζεψε βιαστικά τα πράγματά της κι έφυγε. Είχε αρχίσει να βρέχει. Έκανε οτοστόπ στο δρόμο κι ήλπιζε να την πάρει κάποιος, με προορισμό τη Μελβούρνη. Για καλή της τύχη, βρέθηκε κάποιος, που πήγαινε κάπου κοντά στο σπίτι της.
Μετά από δυο μέρες, έφτασε σπίτι της και είχε να αντιμετωπίσει την οργή των γονιών της. Λίγο έλειψε να είχαν καλέσει την αστυνομία. Από πότε εξαφανίζεται μια δεκαπεντάχρονη έφηβη, παρόλο που και η ίδια το ήθελε, να "εξαφανιστεί"? Ο χρόνος που ακολούθησε, ήταν ζοφερός για τη Νίκη, καθώς η τιμωρία ήταν σαφέστατη, θα βγαίνει μόνο για να πηγαίνει σχολείο. Ήξερε ότι έπρεπε να το υποστεί, για αυτό που έκανε, αλλά οι γονείς της δεν ήταν τόσο κακοί ώστε να της στερίσουν την ελευθερία της. Ήξερε ότι θα της την ξαναδώσουν. Υπέμενε καρτερικά, έφτασε το επόμενο καλοκαίρι, έγινε δεκαέξι. Εκείνο το καλοκαίρι, το πέρασε συντροφιά με τη μοναξιά της, καθώς μπερδεμένες σκέψεις διέσχιζαν το μυαλό της και αδυνατούσε να τις βάλει σε τάξη. Απ'τη μια σκεφτόταν τον Άντυ και το καλοκαίρι τους, που τον ερωτεύτηκε παράφωνα, αλλά αναρωτιέται αν ήταν αληθινός έρωτας, απ'την άλλη το παρελθόν της στην Ελλάδα, απ'την παράλλη το μέλλον της. Ήθελε να σπουδάσει. Και ξαφνικά θυμήθηκε τον Πέτρο. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που είδε τελευταία φορά τον Άντυ, ένοιωθε ακόμα ερωτευμένη μαζί του και ξάφνου, ο Πέτρος, που έχει να τον δει κάμποσα χρόνια. Θυμήθηκε τις βόλτες μαζί του, που παίζανε, που γέλαγαν, που έτρεμε κάθε φορά που της χαμογελούσε. Έφερε στο μυαλό της την εικόνα ενός μικρού αγοριού που ξεχείλιζε από αθωότητα, με τις μπούκλες του να ανεμίζουν στο ελαφρύ αεράκι και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της. Αναρωτιόταν πώς θα ήταν τώρα ο Πέτρος, πως θα ήταν το παρουσιαστικό του.
Μια μέρα, η μητέρα της Νίκης τη βρίσκει να κάθεται στο δωμάτιο της, ατενίζοντας τη θάλασσα απ'το παράθυρο, χαμένη σε σκέψεις.
- Παιδί μου, είσαι καλά? Έλα εδώ... Νομίζω ξέρω τι σκέφτεσαι. Τον Άντυ, έτσι δεν είναι? Τα είπαμε αυτά παιδί μου...
- Όχι μητέρα... Δε σκέφτομαι αυτό. Σκέφτομαι τους φίλους που άφησα στην Ελλάδα. Βασικά ντρεπόταν να της πει ότι σκεφτόταν τον Πέτρο. Η μητέρα της όμως κατάλαβε.
Άλλος ένας χρόνος πέρασε, η Νίκη απέκτησε καλύτερη σχέση με τους γονείς της, την άφηναν να βγαίνει κάποιες φορές, πήγαινε συνήθως στο τοπικό εμπορικό κέντρο με τις φίλες της. Γνώρισε κι ένα παιδί, αλλά ήταν τόσο μπερδεμένη, που προτίμησε να μείνει μόνη της. Πολλοί την ήθελαν, αλλά εκείνη τίποτα. Ίσως κανά δυο φορές που πήγαινε με τις φίλες της στο μπαρ που συχνάζουν, να φασώθηκε με κάποιους, αλλά τα όρια της τα ήξερε. Δεν ήθελε να τα ξεπεράσει. Ήθελε να κάνει σεξ με κάποιον που θα ερωτευτεί ξανά και θα την κάνει να νοιώσει ξεχωριστή. Στα μάτια των άλλων, ήταν η τύπισσα που έφυγε με τον σέρφερ και έπερνε ναρκωτικά αλλά για την ίδια, ήταν ένα βάρος που ήθελε να βγάλει από πάνω της. Ίσως γι'αυτό επιθυμούσε να επιστρέψει Ελλάδα, να αρχίσει μια νέα ζωή. Στο μυαλό της στιφογυρνούσε συνεχώς εκείνο το παιδί με τις μπούκλες και το χαμόγελο που την σκοτώνει όμορφα.
Το καλοκαίρι δεν άργησε να φτάσει, εκείνη έγινε δεκαεφτά χρονών και γινόταν γυναίκα, η πιο όμορφη νεαρή γυναίκα του κόσμου. Οι γονείς της πήγαν Ελλάδα, για τον γάμο ενός οικογενειακού φίλου κι εκείνη παρέμεινε για να προσέχει τη γιαγιά της, όπως πάντα. Είχε τόσο καλή σχέση με τη γιαγιά της, η γιαγιά της έβλεπε στη Νίκη τον εαυτό της στην ηλικία της. Σχεδόν κάθε μέρα οι δυό τους κουβέντιαζαν για τη ζωή, τη ζωή της γιαγιάς πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία και πως της λείπει η Ελλάδα αλλά προτιμά να μείνει εδώ, στη μεγάλη ζωή. Η Νίκη κατάλαβε. Κατάλαβε τι σημαίνει να τα παρατάς όλα και να επιστρέφεις σε κάτι που σου λείπει πάρα πολύ. Το καλοκαίρι τελείωνε και μια μέρα οι γονείς της επέστρεψαν και της έδωσαν ένα χαρτί. Ήταν η διεύθυνση του σπιτιού του Πέτρου. Είχαν βρεθεί με τους γονείς του Πέτρου τυχαία και απ΄τη κουβέντα τους κατάλαβαν ότι τα παιδιά τους ψάχνουν έναν χαμένο έρωτα...
- Γράψε του... Είπε χαμογελώντας η μητέρα της.
Η Νίκη χαμογέλασε αμήχανα και έτρεξε στο δωμάτιο. Έβγαλε μια λευκή κόλλα χαρτί και έκλεγε. Δεν ήξερε τι να του γράψει. Είχε τόσα πολλά να του γράψει και δεν ήξερε από που να αρχίσει. Και το βασικότερο, δεν ήξερε πώς θα αντιδράσει. Εννέα ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει. Ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο πέρασε μέχρι να τελειώσει το γράμμα και έφυγε βιαστικά για το ταχυδρομείο. Τα μάτια της έκλειναν απ'τη νύστα αλλά ήθελε τόσο να φτάσει στο ταχυδρομείο που ο ύπνος της φαινόταν αστείος. Θυμήθηκε ότι σε τρεις μέρες έχει γεννέθλια.
- Αυτό το γράμμα μπορείτε να φροντίσετε να φτάσει σ'αυτή τη διεύθυνση σε τρεις μέρες ακριβώς?
- Φυσικά, αν το επιθυμείτε... Η ευγενέστατη υπάλληλος του ταχυδρομίου της Μελβούρνης την έκανε να αναρωτηθεί πως είναι τα πράγματα στην Ελλάδα. Αλλά δεν την ένοιαζε.
Μετά από τρεις μέρες η Νίκη ξύπνησε με ένα βαθύ χαμόγελο στο πρόσωπό της κι έλαμπε, λες και της χαμογελούσε ο Πέτρος.

Συνεχίζεται...

31 σχόλια:

K. είπε...

Αυτό μάλιστα! ΜΠΡΑΒΟ! Πολύ πολύ καλό!!
Keep going!

panos srpk είπε...

Αχ σε ευχαριστώ Κ!
Οπότε καταλαβαίνεις τη διαφορά με το προηγούμενο κομμάτι. Βασικά ήθελα να έχει μια διαφορά. Μια διαφορά αντιληπτή.
;)

Astrofegia είπε...

Μου αρέσει η ιστορία σου...μου αρέσει ο τρόπος όπως την εξελίσσεις..
Τυχαία, περαστική από το blog σου, αλλά με τράβηξε η ιστορία...
Αναμένω κι εγώ όπως οι υπόλοιποι τη συνέχεια!;)

panos srpk είπε...

Αstrofegia
Καλώς μας ήρθες λοιπόν. Συντονίσου για τις συνέχειες της ιστορίας.
Θα είναι ανατρεπτικές και συναρπαστικές!

Astrofegia είπε...

Χαχαχαχχαχα μα έτσι προκαλείς περισσότερο το ενδιαφέρον μου.
Μου αρέσουν οι ανατροπές! ;)
Καλώς σε βρήκα, λοιπόν!

Υ.Γ: Να υποθέσω πως δεν είναι πρώτη σου απόπειρα συγγραφής, έτσι?

K. είπε...

Ελπίζω χθες να μην σε σκάλωσα πάντως..

panos srpk είπε...

Astrofegia
Αν ψάξεις παλιότερες αναρτήσεις θα βρείς κι άλλες απόπειρες με καλύτερη το "this summer is yours"
=)
Απλά ξέρεις τώρα, δεν το εξασκώ και πολύ το άθλημα!

panos srpk είπε...

Κ
Όχι δε με σκάλωσες.
Βασικά μου έδωσες να καταλάβω κάτι ακόμα. Ότι στις αναρτήσεις που γράφω για γυναίκες είμαι πολύ καλύτερος. Ίσως γιατί βγάζω όλο το συναίσθημα. Χαχα

λουνίτα! είπε...

πάνω στο καλό....

*όντως το προηγούμενο ήταν πιοοο "βαρύ" και "απότομο" στην εξέλιξη τελικά. Αυτό πιο φυσικό!
**περιμένουμε επ4

K. είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
K. είπε...

Δεν ξέρω, πάντως ήταν καλύτερο από το προηγούμενο.
Άντε να δούμε και την συνέχεια...
:) :)

ΥΓ1- Γράφε εσύ και για μένα γιατί εγώ το τελευταίο διάστημα δεν το'χω και πολύ. Οπότε χαίρομαι να διαβάζω άλλους τουλάχιστον!

Ανώνυμος είπε...

τέλειο, τέλειο, τέλειο...!
πραγματικά...τέλειο!

panos srpk είπε...

Λουνίτα
Εεεε... Ντάξει δεν ήταν και πολύ απότομο στην εηέλιξη το προηγούμενο. Αλλά δεκτή η κάθε άποψη!
Να περιμένεις για το 4! Θα αξίζει η αναμονή!

panos srpk είπε...

Κ
Βασικά ούτε εγώ το έχω την μεγαλύτερη χρονιά, οπότε σιγά. Είπαμε, θέλει εξάσκηση.
Εμ, τι σε εμποδίζει? ;)

panos srpk είπε...

Αγανακτισμένη
Πες το άλλη μια φορά. Τέλειο. Πόσες φορές θα το λες άραγε? Τέλεια! Χα!

Alexandra είπε...

Είναι πραγματικά υπέροχο! Έχω κολλήσει και περιμένω με αγωνία τη συνέχεια!

panos srpk είπε...

Αλεξάνδρα
Καλώς ήρθες. Χαίρομαι που σ'αρέσουν οι ιστορίες.
Οι συνέχειες ετοιμάζονται, οπότε συντονίσου!

Clem Lumen είπε...

Ααα ρε συυγγραφέααααααααα:):)

panos srpk είπε...

Λολιτάκι μου
Κανένα σχόλιο δεν έχεις? :P

Clem Lumen είπε...

Πάλι δεν είσαι ευχαριστημένος μωρέ γκρινιάρη?


:P

panos srpk είπε...

Nαι σου λέω! Δεν είμαι ευχαριστημένος! Θέλω ένα σχόλιο που να σε πάρει! Χαχαχαχα

Clem Lumen είπε...

Πφφφ εισαι εκβιαστης και δεν υποφερεσαι




Ωραια ιστορια.

Νταξ?






:P

panos srpk είπε...

Νταξ νταξ το έσωσες... Αλλά μπορείς και καλύτερα.
Ακούς εκεί εκβιαστής.
Χαχαχα

Clem Lumen είπε...

Πωπωωωω δε θα το συζητησω αλλο, εισαι βαρετος.

(χαχαχαχαχαχααχχα :P)

panos srpk είπε...

Ας το κόψουμε εδώ πέρα γιατί θα μας παρεξηγήσουν
[τι το χουμε το μουσουνου? νιώσε!]

Clem Lumen είπε...

πφφ ΚΡΥΕ. τελος, μη σχολιασεις αλλο, σου απαγορευω.

panos srpk είπε...

Δικό μου είναι το μπλογκ και έχω το δικαίωμα να σχολιάσω. Άντε μη σου πώ κάτι τώρα.
Άντε άντε σου λεω!

Clem Lumen είπε...

Χαχαχαχαχα
σταματα τα σχολια μωρε. msn πες τα. κρυε,γκρινιαρη και χαζοχαρουμενο.

panos srpk είπε...

Εσύ να τα σταματήσεις! Πειραχτήρι! ΧΑΖΟ.

Clem Lumen είπε...

Ε αυτο ηταν προσβολη. Δε σε ανέχομαι αλλο. Αποχωρω. Αντίο.

panos srpk είπε...

Xαχαχαχαχα. Θενκς! Μουσουνου τώρα!